Αγαπητοί Φίλοι,
από τον Δεκέμβρη 2008 η διαδικτυακή μου δραστηριότητα έχει μεταφερθεί στην προσωπική μου ιστοσελίδα www.nellypsarrou.com
Στη σελίδα αυτή παρουσιάζω τόσο τις επιστημονικές μου δημοσιεύσεις, όσο και σχόλια και ειδήσεις επί της επικαιρότητας.
Το παρόν blog που φιλοξένησε τη συγκεκριμένη ενημερωτική μου δραστηριότητα σχετικά με τη λευκή ψήφο θα παραμείνει αναρτημένο ώστε να υπάρχει πρόσβαση σε όσους θα ήθελαν να ενημερωθούν για το συγκεκριμένο ζήτημα. Στο βαθμό όμως που δεν δραστηριοποιούμαι σε αυτό πια, με συνέπεια να μην το ενημερώνω αλλά και να μην ενημερώνομαι για τυχόν επισκέπτες και σχόλια, κλείνω τα σχόλια και μεταθέτω την όποια επικοινωνία μας στην καινούρια μου ιστοσελίδα.
Η τελευταία ανάρτηση σε σχέση με το θέμα αυτού του blog που θα ήθελα να παραθέσω κλείνοντας το θέμα αφορά τα άκυρα: σε μεγάλο βαθμό, όλοι έχουμε θεωρήσει ότι το ποσοστό αποχής στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλο (γύρω στο 25%), όπως άλλωστε ανακοινώνεται. Αυτή όμως η γνώση βασίζεται σε ελλειπή στοιχεία: από έρευνά μου γύρω από το θέμα διαπιστώνεται ότι το πραγματικό ποσοστό της αποχής τοποθετείται μεταξύ 5-10%. [δείτε τη σχετική ανάρτηση εδώ].
Ευχαριστώ όλους όσοι ενδιαφέρθηκαν γι' αυτό το blog, είτε συμφώνησαν είτε διαφώνησαν με το περιεχόμενό του, και σας προσκαλώ να παρεμένετε ενεργοί, να αναζητάτε την αλήθεια και να διασταυρώνετε τις πληροφορίες όσο περισσότερο σας επιτρέπει η καθημερινότητά σας.
Και, βασικά, ας μην ξεχνάμε: η διαπροσωπική επαφή και επικοινωνία δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κανένα μέσο επικοινωνίας, όσο πολύτιμο κι αν είναι αυτό.
Με εκτίμηση
Νέλλη Ψαρρού
Σάββατο 21 Μαρτίου 2009
Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008
Το Δικαίωμα της Λευκής Ψήφου
Σχετικά με το δικαίωμα στη λευκή ψήφο και τι σημαίνει αυτή δημοσιεύτηκε η μελέτη του καθηγητή κ. Σωτηρέλη το 1988, καθώς το ζήτημα ήδη συζητιόταν εκτενώς και είχε ανακύψει από τις δημοτικές εκλογές του 1986. Σας παραθέτω την άποψη του κ. Σωτηρέλη, κυρίως μέσω μικρών αποσπασμάτων της μελέτης του (πρόκειται για ένα μικρό βιβλιαράκι των 55 σελίδων).
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
Το Δικαίωμα της Λευκής Ψήφου
Εκδ. Σάκκουλας, 1988.
Καθώς το Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 1) διέπεται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, κάθε πολίτης “έχει δικαίωμα συμμετοχής στις διαδικασίες συγκρότησης και άσκησης της κρατικής εξουσίας” (σελ. 12). Η εκλογική διαδικασία θεωρείται κορυφαία, αν και όχι μοναδική, εξ αυτών. Με αυτό το δεδομένο, προκύπτει
Ι. Η Θεσμική Ιδιαιτερότητα της Λευκής Ψήφου
1. Η Πολιτική Διάσταση της Λευκής Ψήφου
“Η λευκή ψήφος αποτελεί οπωσδήποτε δήλωση πολιτικής βούλησης. Το περιεχόμενό της είναι κατ’ αρχήν αρνητικό –ή και αποδοκιμαστικό– έναντι των προτεινόμενων πολιτικών επιλογών… Η άρνηση της επιλογής δεν υποδηλώνει όμως κατά κανόνα και άρνηση προς το ισχύον πολίτευμα…” (σελ. 13). Ακόμη και όταν δηλώνει άρνηση, όμως, η χρήση της δεν είναι πάντα απρόσφωρη για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
- Θετική ψήφος θεωρείται η λευκή όταν: α) οι υποψήφιοι είναι έμπρακτα δηλωμένοι κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, β) όταν υπάρχει ένας υποψήφιος ή αποπροσανατολιστικά ερωτήματα σε δημοψήφισμα, γ) όταν αποτελεί “την κορύφωση μιας έντονα κριτικής στάσης απέναντι σε εκφυλιστικά του πολιτεύματος συμπτώματα, ιδίως όταν αυτά απορρέουν από την πολιτική πρακτική των κομμάτων” (σελ. 15). Σε αυτή την περίπτωση η λευκή ψήφος είναι μια αποτελεσματική “φωνή διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης” (σελ. 16), και δ) όταν προκρίνεται ως γραμμή από (μικρά συνήθως) κόμματα ως διέξοδο απέναντι σε εκβιαστικά διλλήματα.
- Ψήφος αμφισβήτησης: Ακόμη και όταν η λευκή ψήφος δεν έρχεται ως κατάφαση του υπάρχοντος πολιτεύματος αλλά “αποτυπώνει πολιτικό λόγο ριζικής αμφισβήτησης της δομής και λειτουργίας του, ή ακόμη και του κοινωνικοπολιτικού συστήματος εν γένει” είναι επικοδομητική καθώς αναδεικνύει την “αναγκαιότητα ριζικών… αναπροσαρμογών, στην προοπτική ουσιαστικότερης… εφαρμογής της λαϊκής κυριαρχίας” (σελ. 17).
2. Η Τεχνική και Λειτουργική Αυτοτέλεια της Λευκής Ψήφου
- Η λευκή ψήφος δεν είναι άκυρη ψήφος. “Η άκυρη ψήφος πάσχει νομικά… διότι τεκμαίρεται ότι τα ψηφοδέλτια αυτά είναι δηλωτικά της ταυτότητας του ψηφοφόρου και άρα παραβιάζουν την συνταγματικά καθιερωμένη αρχή της μυστικής ψηφοφορίας” (σελ. 19) – στην περίπτωση της ηθελημένης ακυρότητας της ψήφου.
- Η λευκή ψήφος δεν σημαίνει αποχή από την ψηφοφορία, καθώς “ο πολίτης συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία και εκδηλώνει νομότυπα την εκλογική του βούληση, η οποία έχει συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο” (σελ. 20).
Από τα παραπάνω προκύπτει η νομική και πολιτική αυτοτέλεια της λευκής ψήφου. Συνεπώς, “συνιστά αναφαίρετο πολιτικό δικαίωμα” (σελ. 21).
Σημαντικό στοιχείο στην ανάλυση αυτή κατέχει φυσικά και η
ΙΙ. Η Συνταγματική Κατοχύρωση της Λευκής Ψήφου
1. Η λευκή ψήφος έχει ισχυρό συνταγματικό έρεισμα καθώς “απορρέει… από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και από τις αρχές της καθολικής και ίσης ψηφοφορίας… [και από την] ισότητα-ισοδυναμία της ψήφου, που απαγορεύει την αξιολογική διαβάθμιση την νομικής βαρύτητας της ψήφου” (σελ. 22).
“Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης προϋποθέτει για τον εκλογέα δύο επιμέρους δυνατότητες…: τη δυνατότητα να ψηφίζει ή να μην ψηφίζει, και τη δυνατότητα να να ψηφίζει ότι θέλει” (σελ. 23). Η πρώτη αυτή δυνατότητα σχετικοποιείται λόγω της καθιέρωσης της υποχρεωτικής ψηφοφορίας! “Η υποχρεωτική ψηφοφορία… αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας… Το μαρτυρούν εξάλλου και οι ιστορικές καταβολές της: η υποχρεωτική ωηφοφορία καθιερώθηκε –αρχής γενομένης από το Βέλγιο– ως αντίδοτο κατά της επέκτασης του δικαιώματος της ψήφου, καθώς απέβλεπε στην εξαναγκαστική προσέλευση στις κάλπες των συντηριτικών, ιδίως, αστών ψηφοφόρων (οι οποίοι, σε αντίθεση με τις “επικίνδυνες” λαϊκές μάζες, συχνά περιφρονούσαν τις εκλογικές διαδικασίες και απαίχαν από την ψηφοφορία” (σελ. 24-25). Η δεύτερη δυνατότητα ισχύει χωρίς κανέναν περιορισμό, και θεμελιώνει και την έκφραση της λευκής ψήφου. Μάλιστα, καθώς ισχύει η υποχρεωτική ψηφοφορία, η κατοχύρωση της λευκής ψήφου επιβάλλεται προκειμένου να διασφαλίζεται η ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης.
2. Η πραγμάτωση του δικαιώματος της λευκής ψήφου “συνεπάγεται τον συνυπολογισμό των λευκών μεταξύ των έγκυρων ψηφοδελτίων” (σελ. 27). Αυτό όμως δεν συνεπάγεται την προσμέτρησή τους στο εκλογικό μέτρο, καθώς εντοπίζεται πρακτική αδυναμία κατανομής των εδρών που θα μείνουν ενδεχομένω αδιάθετες. Με εξαίρεση την περίπτωση της απλής αναλογικής, ούτε η κλήρωση ούτε οι κενές έδρες παρέχουν εγγυήσεις αξιόπιστης αντιπροσώπευσης, καθώς η λογική της επιλογής της λευκής ψήφου είναι διαφορετική και, εξάλλου, μυστική. Αλλά, “και από την άποψη της ισότητας-ισοδυναμίας της ψήφου είναι προτιμότερο να κατανέμονται οι έδρες με βάση τις “εκφρασμένες ψήφους”” (σελ. 28).
Συνεπώς, “ούτε η εγκυρότητα των λευκών ψήφων συνεπάγεται τον συνυπολογισμό τους στο εκλογικό μέτρο, ούτε όμως ο μη συνυπολογισμός τους επηρεάζει στο παραμικρό την εγκυρότητά τους” (σελ. 29).
Επιβάλεται, λοιπόν, η χωριστή καταμέτρησή των λευκών ψήφων στις έγκυρες-εκφρασμένες ψήφους.
Μετά από αυτή την νομικοπολιτική ανάλυση της λευκής ψήφου, ο κ. Σωτηρέλης εξετάζει την ισχύουσα αντιμετώπιση της λευκής ψήφους από τους αποδέκτες αυτής της συνταγματικής επιταγής: τον Νομοθέτη, τη διοίκηση, τις εφορευτικές επιτροπές και τα Δικαστήρια.
Ειδικότερα ως προς τον Νομοθέτη, θεωρεί ότι με το ισχύον νομικό πλαίσιο [όπως ίσχυς ως το 2006, που κατέγραφε τις λευκές ψήφους χωριστά, χωρίς όμως να τις θεωρεί έγκυρες) καλλιεργεί μια ασάφεια και σύγχιση ως προς τον νομικοπολιτικό χαρακτήρα της. Ένας λόγος είναι ότι τα εξομοιώνει με τα άκυρα. Άλλος λόγος αφορά την κατανομή των εδρών. Η Διοίκηση υποχρεούται να μεριμνά για την χορήγηση των λευκών ψηφοδελτίων [να σημειωθεί ότι όταν γράφτηκε η μελέτη αυτή υπήρχαν προβλήματα σχετικά με τη μη χορήγηση των λευκών ψηφοδελτίων στους εκλογείς]. Το ίδιο ισχύει και για τις εφορευτικές επιτροπές, που μπορούν να ενεργούν αυτεπαγκέλτως γι’ αυτό το σκοπό, με οδηγό το Σύνταγμα και όχι τις διάφορες “Εγκυκλίους” (σελ. 36). Τέλος, τα Δικαστήρια αποτελούν τους θεματοφύλακες του δικαιώματος αυτού. Δυστυχώς, όμως, δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε αυτή την αποστολή με αποτέλεσμα “η νομολογία να χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη επιφυλακτικότητα –και εν τέλει αρνητική στάση– απέναντι στη λευκή ψήφο…” (σελ. 37). Αυτό εν μέρει γίνεται γιατί αντιμετωπίζουν τη δικαίωμα της ψήφου ως λειτουργικό δικαίωμα, με σκοπό τη διαφύλαξη και συνέχιση του υπάρχοντος συστήματος.
ΙΙΙ. Συμπεράσματα
Αν και η λευκή ψήφος είναι καθόλα έγκυρη και νομικά ισοδύναμη προς τις “εκφρασμένες” ψήφους, διάφορες “εννοιολογικές παρανοήσεις” την έχουν υποβαθμίσει και καταστήσει ανενεργή επιλογή.
“Ωστόσο οι καιροί ου μενετοί. Η κριτική, η διαμαρτυρία και η αμφισβήτηση δεν είναι δυνατόν ούτε να εξορκιστούν ούτε να αποκλειστούν από το πολιτικό σκηνικό. Αποτελούν θεμελιακά στοιχεία ενός πολυφωνικού δημοκρατικού πολιτεύματος και αναπόδραστη συνέπεια της ορθής λειτουργίας του. Σαν τέτοια, λοιπόν, διεκδικούν, σε κάθε λαϊκή ετυμηγορία, τη συγκεκριμένη, τυποποιημένη και έγκυρη θεσμικη τους αποτύπωση: τη λευκή ψήφο” (σελ. 44).
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
Το Δικαίωμα της Λευκής Ψήφου
Εκδ. Σάκκουλας, 1988.
Καθώς το Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 1) διέπεται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, κάθε πολίτης “έχει δικαίωμα συμμετοχής στις διαδικασίες συγκρότησης και άσκησης της κρατικής εξουσίας” (σελ. 12). Η εκλογική διαδικασία θεωρείται κορυφαία, αν και όχι μοναδική, εξ αυτών. Με αυτό το δεδομένο, προκύπτει
Ι. Η Θεσμική Ιδιαιτερότητα της Λευκής Ψήφου
1. Η Πολιτική Διάσταση της Λευκής Ψήφου
“Η λευκή ψήφος αποτελεί οπωσδήποτε δήλωση πολιτικής βούλησης. Το περιεχόμενό της είναι κατ’ αρχήν αρνητικό –ή και αποδοκιμαστικό– έναντι των προτεινόμενων πολιτικών επιλογών… Η άρνηση της επιλογής δεν υποδηλώνει όμως κατά κανόνα και άρνηση προς το ισχύον πολίτευμα…” (σελ. 13). Ακόμη και όταν δηλώνει άρνηση, όμως, η χρήση της δεν είναι πάντα απρόσφωρη για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
- Θετική ψήφος θεωρείται η λευκή όταν: α) οι υποψήφιοι είναι έμπρακτα δηλωμένοι κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, β) όταν υπάρχει ένας υποψήφιος ή αποπροσανατολιστικά ερωτήματα σε δημοψήφισμα, γ) όταν αποτελεί “την κορύφωση μιας έντονα κριτικής στάσης απέναντι σε εκφυλιστικά του πολιτεύματος συμπτώματα, ιδίως όταν αυτά απορρέουν από την πολιτική πρακτική των κομμάτων” (σελ. 15). Σε αυτή την περίπτωση η λευκή ψήφος είναι μια αποτελεσματική “φωνή διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης” (σελ. 16), και δ) όταν προκρίνεται ως γραμμή από (μικρά συνήθως) κόμματα ως διέξοδο απέναντι σε εκβιαστικά διλλήματα.
- Ψήφος αμφισβήτησης: Ακόμη και όταν η λευκή ψήφος δεν έρχεται ως κατάφαση του υπάρχοντος πολιτεύματος αλλά “αποτυπώνει πολιτικό λόγο ριζικής αμφισβήτησης της δομής και λειτουργίας του, ή ακόμη και του κοινωνικοπολιτικού συστήματος εν γένει” είναι επικοδομητική καθώς αναδεικνύει την “αναγκαιότητα ριζικών… αναπροσαρμογών, στην προοπτική ουσιαστικότερης… εφαρμογής της λαϊκής κυριαρχίας” (σελ. 17).
2. Η Τεχνική και Λειτουργική Αυτοτέλεια της Λευκής Ψήφου
- Η λευκή ψήφος δεν είναι άκυρη ψήφος. “Η άκυρη ψήφος πάσχει νομικά… διότι τεκμαίρεται ότι τα ψηφοδέλτια αυτά είναι δηλωτικά της ταυτότητας του ψηφοφόρου και άρα παραβιάζουν την συνταγματικά καθιερωμένη αρχή της μυστικής ψηφοφορίας” (σελ. 19) – στην περίπτωση της ηθελημένης ακυρότητας της ψήφου.
- Η λευκή ψήφος δεν σημαίνει αποχή από την ψηφοφορία, καθώς “ο πολίτης συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία και εκδηλώνει νομότυπα την εκλογική του βούληση, η οποία έχει συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο” (σελ. 20).
Από τα παραπάνω προκύπτει η νομική και πολιτική αυτοτέλεια της λευκής ψήφου. Συνεπώς, “συνιστά αναφαίρετο πολιτικό δικαίωμα” (σελ. 21).
Σημαντικό στοιχείο στην ανάλυση αυτή κατέχει φυσικά και η
ΙΙ. Η Συνταγματική Κατοχύρωση της Λευκής Ψήφου
1. Η λευκή ψήφος έχει ισχυρό συνταγματικό έρεισμα καθώς “απορρέει… από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και από τις αρχές της καθολικής και ίσης ψηφοφορίας… [και από την] ισότητα-ισοδυναμία της ψήφου, που απαγορεύει την αξιολογική διαβάθμιση την νομικής βαρύτητας της ψήφου” (σελ. 22).
“Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης προϋποθέτει για τον εκλογέα δύο επιμέρους δυνατότητες…: τη δυνατότητα να ψηφίζει ή να μην ψηφίζει, και τη δυνατότητα να να ψηφίζει ότι θέλει” (σελ. 23). Η πρώτη αυτή δυνατότητα σχετικοποιείται λόγω της καθιέρωσης της υποχρεωτικής ψηφοφορίας! “Η υποχρεωτική ψηφοφορία… αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας… Το μαρτυρούν εξάλλου και οι ιστορικές καταβολές της: η υποχρεωτική ωηφοφορία καθιερώθηκε –αρχής γενομένης από το Βέλγιο– ως αντίδοτο κατά της επέκτασης του δικαιώματος της ψήφου, καθώς απέβλεπε στην εξαναγκαστική προσέλευση στις κάλπες των συντηριτικών, ιδίως, αστών ψηφοφόρων (οι οποίοι, σε αντίθεση με τις “επικίνδυνες” λαϊκές μάζες, συχνά περιφρονούσαν τις εκλογικές διαδικασίες και απαίχαν από την ψηφοφορία” (σελ. 24-25). Η δεύτερη δυνατότητα ισχύει χωρίς κανέναν περιορισμό, και θεμελιώνει και την έκφραση της λευκής ψήφου. Μάλιστα, καθώς ισχύει η υποχρεωτική ψηφοφορία, η κατοχύρωση της λευκής ψήφου επιβάλλεται προκειμένου να διασφαλίζεται η ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης.
2. Η πραγμάτωση του δικαιώματος της λευκής ψήφου “συνεπάγεται τον συνυπολογισμό των λευκών μεταξύ των έγκυρων ψηφοδελτίων” (σελ. 27). Αυτό όμως δεν συνεπάγεται την προσμέτρησή τους στο εκλογικό μέτρο, καθώς εντοπίζεται πρακτική αδυναμία κατανομής των εδρών που θα μείνουν ενδεχομένω αδιάθετες. Με εξαίρεση την περίπτωση της απλής αναλογικής, ούτε η κλήρωση ούτε οι κενές έδρες παρέχουν εγγυήσεις αξιόπιστης αντιπροσώπευσης, καθώς η λογική της επιλογής της λευκής ψήφου είναι διαφορετική και, εξάλλου, μυστική. Αλλά, “και από την άποψη της ισότητας-ισοδυναμίας της ψήφου είναι προτιμότερο να κατανέμονται οι έδρες με βάση τις “εκφρασμένες ψήφους”” (σελ. 28).
Συνεπώς, “ούτε η εγκυρότητα των λευκών ψήφων συνεπάγεται τον συνυπολογισμό τους στο εκλογικό μέτρο, ούτε όμως ο μη συνυπολογισμός τους επηρεάζει στο παραμικρό την εγκυρότητά τους” (σελ. 29).
Επιβάλεται, λοιπόν, η χωριστή καταμέτρησή των λευκών ψήφων στις έγκυρες-εκφρασμένες ψήφους.
Μετά από αυτή την νομικοπολιτική ανάλυση της λευκής ψήφου, ο κ. Σωτηρέλης εξετάζει την ισχύουσα αντιμετώπιση της λευκής ψήφους από τους αποδέκτες αυτής της συνταγματικής επιταγής: τον Νομοθέτη, τη διοίκηση, τις εφορευτικές επιτροπές και τα Δικαστήρια.
Ειδικότερα ως προς τον Νομοθέτη, θεωρεί ότι με το ισχύον νομικό πλαίσιο [όπως ίσχυς ως το 2006, που κατέγραφε τις λευκές ψήφους χωριστά, χωρίς όμως να τις θεωρεί έγκυρες) καλλιεργεί μια ασάφεια και σύγχιση ως προς τον νομικοπολιτικό χαρακτήρα της. Ένας λόγος είναι ότι τα εξομοιώνει με τα άκυρα. Άλλος λόγος αφορά την κατανομή των εδρών. Η Διοίκηση υποχρεούται να μεριμνά για την χορήγηση των λευκών ψηφοδελτίων [να σημειωθεί ότι όταν γράφτηκε η μελέτη αυτή υπήρχαν προβλήματα σχετικά με τη μη χορήγηση των λευκών ψηφοδελτίων στους εκλογείς]. Το ίδιο ισχύει και για τις εφορευτικές επιτροπές, που μπορούν να ενεργούν αυτεπαγκέλτως γι’ αυτό το σκοπό, με οδηγό το Σύνταγμα και όχι τις διάφορες “Εγκυκλίους” (σελ. 36). Τέλος, τα Δικαστήρια αποτελούν τους θεματοφύλακες του δικαιώματος αυτού. Δυστυχώς, όμως, δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε αυτή την αποστολή με αποτέλεσμα “η νομολογία να χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη επιφυλακτικότητα –και εν τέλει αρνητική στάση– απέναντι στη λευκή ψήφο…” (σελ. 37). Αυτό εν μέρει γίνεται γιατί αντιμετωπίζουν τη δικαίωμα της ψήφου ως λειτουργικό δικαίωμα, με σκοπό τη διαφύλαξη και συνέχιση του υπάρχοντος συστήματος.
ΙΙΙ. Συμπεράσματα
Αν και η λευκή ψήφος είναι καθόλα έγκυρη και νομικά ισοδύναμη προς τις “εκφρασμένες” ψήφους, διάφορες “εννοιολογικές παρανοήσεις” την έχουν υποβαθμίσει και καταστήσει ανενεργή επιλογή.
“Ωστόσο οι καιροί ου μενετοί. Η κριτική, η διαμαρτυρία και η αμφισβήτηση δεν είναι δυνατόν ούτε να εξορκιστούν ούτε να αποκλειστούν από το πολιτικό σκηνικό. Αποτελούν θεμελιακά στοιχεία ενός πολυφωνικού δημοκρατικού πολιτεύματος και αναπόδραστη συνέπεια της ορθής λειτουργίας του. Σαν τέτοια, λοιπόν, διεκδικούν, σε κάθε λαϊκή ετυμηγορία, τη συγκεκριμένη, τυποποιημένη και έγκυρη θεσμικη τους αποτύπωση: τη λευκή ψήφο” (σελ. 44).
Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007
Δεν έχουμε έννομο συμφέρον!!!
Αγαπητοί Φίλοι,
θα ήθελα να σας ενημερώσω για την εξέλιξη της υπόθεσης της ένστασης στο Εκλογοδικείο σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έσω για την υπόθεση –και τα τελικά όσον αφορά τη συγκεκριμένη ένσταση. Όπως ενημερώθηκα πριν από λίγες ημέρες, ύστερα από αναζήτηση φίλου δικηγόρου στην υπάρχουσα νομολογία (σε παλαιότερες αποφάσεις του Εκλογοδικείου, για άλλες περιπτώσεις και όχι για το λευκό), δεν μπορούμε να κάνουμε ένσταση λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος. Ακούγεται παράλογο ο εκλογέας να μην έχει έννομο συμφέρον στην εκλογική διαδικασία, αφού σε αυτήν, σύμφωνα και με το Σύνταγμα, θεμελιώνεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, κλπ. Επειδή όμως προέχει η προάσπιση του πολιτικού συστήματος, όπως αυτό καθορίζεται από τον εκάστοτε νομοθέτη (δηλ. κυβέρνηση), οι δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη περιορίζονται και από αυτή την ίδια. Όπως μπορεί να δει κανείς στην απόφαση που παραθέτω στα στοιχεία αμέσως παρακάτω, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο και προσωπικό, και να στρέφεται κατά συγκεκριμένου βουλευτή, η εκλογή του οποίου θίγεται από το τυχόν θετικό αποτέλεσμα της ένστασης. Οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δε γίνεται δεκτή στη διαδικασία, δηλαδή απορρίπτεται λόγω διαδικαστικού κωλύματος, δηλαδή έλλειψης έννομου συμφέροντος.
Με βάση αυτή την απόφαση, για την οποία πληροφορηθήκαμε την προηγούμενη εβδομάδα, αναλωθήκαμε στη –φαιδρή, κατά τη γνώμη μου- διαδικασία της αναζήτησης περιφέρειας όπου η τυχόν προσμέτρηση του λευκού θα μετέβαλλε το συσχετισμό και θα εκλέγονταν άλλος βουλευτής από αυτόν που είχε εκλεγεί. Βέβαια, τέτοια περιφέρεια δεν βρέθηκε, καθώς ο αριθμός των λευκών δεν ήταν αρκετός. Η ενδυνάμωση του λευκού ήταν, όπως φαίνεται, και βασική προϋπόθεση για να μπορέσουμε να κινηθούμε δικαστικά: πρέπει να υπάρχει ένα ισχυρό ποσοστό λευκών, η προσμέτρηση του οποίου να μεταβάλει το συσχετισμό εκλογής βουλευτή, ώστε να υπάρχει έννομο συμφέρον και να εκδικαστεί στη συνέχεια.. Η απλή αλλαγή των ποσοστών του αποτελέσματος δε δικαιολογεί έννομο συμφέρον! Επί της διαδικασίας, δηλαδή, δεν προβλέπεται καμία διαδικασία μέσω της οποίας ο πολίτης/εκλογέας να μπορεί να προσφύγει ώστε να ζητήσει τη γνωμοδότηση του Εκλογοδικείου για τη συνταγματικότητα ενός νόμου ή επί της διαδικασίας της εκλογής, αν αυτή δε στρέφεται κατά εκλεγμένου βουλευτή.
Έτσι, ενώ το κύριο μέλημα όλων μας ως τώρα, τόσο αυτών που διαφωνούσαν με την πρότασή μου όσο και αυτών που συμφωνούσαν, ήταν επί της ουσίας, και οι όποιες διαφωνίες διατυπώθηκαν για το πραγματικό όφελος, τις πιθανότητες κλπ να πετύχει η ένσταση, η πολιτεία, μέσω των δικαστικών εκπροσώπων της, αποφαίνεται πως δεν έχουμε καν έννομο συμφέρον να ζητήσουμε κάτι τέτοιο. Αρνείται την ίδια τη συζήτηση επί του θέματος. Θεωρώ πως, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για το θέμα του λευκού, η έλλειψη θεσμικά κατοχυρωμένης διαδικασίας μέσω της οποίας ο κάθε εκλογέας να μπορεί να ζητήσει τη γνωμοδότηση του δικαστηρίου για τη διαδικασία των εκλογών ή για διατάξεις του νόμου των εκλογών, αφήνει έκθετους όλους τους πολίτες στις ορέξεις της όποιας κυβέρνησης. Και, αυτό είναι πολύ σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς πως η διενέργεια των εκλογών είναι η ύψιστη στιγμή της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό (το δικαστικό σκέλος, που διεξοδικά συζητήθηκε σε αυτό το blog, δεν θα κριθεί πουθενά). Σύμφωνα με τη νομολογία, ούτε το όριο του 3% θεωρείται αντισυνταγματικό, ούτε η έλλειψη απλής αναλογικής. Συνεπώς, τα ζητήματα αυτά επαφίονται στη βούληση των ίδιων των πολιτικών, και μόνο. Άρα, και η ‘λύση’ τους μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Και προφανώς, αυτή είναι η κουβέντα που θα πρέπει να ανοίξουμε από δω και πέρα. Δηλαδή, του πως μπορούμε να παρέμβουμε πολιτικά, πιέζοντας τους βουλευτές και τα κόμματα προς την κατεύθυνση της θεσμικής προάσπισης της δημοκρατίας, και της απλής αναλογικής.
Εντωμεταξύ, θα συνεχίσω να παραθέτω ότι νέα στοιχεία προκύψουν για το λευκό. Επίσης, θα φροντίσω να ενημερωθώ για την τύχη δύο ενδιαφερουσών ενστάσεων. Η μία κατατέθηκε από πολίτη ενάντια στην εκλογή Σημίτη και την έξτρα πριμοδότησή του ως πρώην πρωθυπουργού, η οποία δε συνάδει με την έννοια της ισότητα της ψήφου, κλπ. Η άλλη πρόκειται για ένσταση που ζητά την αναγνώριση του λευκού στο εκλογικό αποτέλεσμα στη Β' Αθηνών. Σε αυτή την ένσταση, η αναγνώριση του λευκού κατατίθεται επικουρικά: το βασικό αίτημα αφορά την αναγνώριση των άκυρων και των λευκών ως σύνολο (αν αυτό γινόταν, θα άλλαζε το συσχετισμό των εδρών πράγματι). Αν και, φυσικά διαφωνώ με τη ένσταση αυτή (κρίνω παράλογη την αναγνώριση του άκυρου ως έγγυρου), το σκεπτικό στηρίζεται στην εκ του νόμου μεταχείρηση του λευκού και του άκυρου ως ίδια. Η εν λόγω ομάδα πιθανόν να έχει έννομο συμφέρον, όπως εκτιμά ο δικηγόρος που την κατέθεσε, καθώς είχε συστήσει το κόμμα Α.Κ.Υ.Ρ.Ο. αλλα δεν τους επετράπη να συμμετάσχουν στις εκλογές της 16/9 γιατί δεν είχαν εκλογικούς συνδυασμούς σε όλη την επικράτεια.
Θα ενημερώσω για ότι νεότερο, σε σχέση με αυτές τις υποθέσεις. Παρακαλώ, οποιαδήποτε σχετική πληροφορία έχετε, παραθέστε την σε αυτό το blog προς ενημέρωση όλων.
Με εκτίμηση
Νέλλη Ψαρρού
θα ήθελα να σας ενημερώσω για την εξέλιξη της υπόθεσης της ένστασης στο Εκλογοδικείο σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έσω για την υπόθεση –και τα τελικά όσον αφορά τη συγκεκριμένη ένσταση. Όπως ενημερώθηκα πριν από λίγες ημέρες, ύστερα από αναζήτηση φίλου δικηγόρου στην υπάρχουσα νομολογία (σε παλαιότερες αποφάσεις του Εκλογοδικείου, για άλλες περιπτώσεις και όχι για το λευκό), δεν μπορούμε να κάνουμε ένσταση λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος. Ακούγεται παράλογο ο εκλογέας να μην έχει έννομο συμφέρον στην εκλογική διαδικασία, αφού σε αυτήν, σύμφωνα και με το Σύνταγμα, θεμελιώνεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, κλπ. Επειδή όμως προέχει η προάσπιση του πολιτικού συστήματος, όπως αυτό καθορίζεται από τον εκάστοτε νομοθέτη (δηλ. κυβέρνηση), οι δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη περιορίζονται και από αυτή την ίδια. Όπως μπορεί να δει κανείς στην απόφαση που παραθέτω στα στοιχεία αμέσως παρακάτω, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο και προσωπικό, και να στρέφεται κατά συγκεκριμένου βουλευτή, η εκλογή του οποίου θίγεται από το τυχόν θετικό αποτέλεσμα της ένστασης. Οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δε γίνεται δεκτή στη διαδικασία, δηλαδή απορρίπτεται λόγω διαδικαστικού κωλύματος, δηλαδή έλλειψης έννομου συμφέροντος.
Με βάση αυτή την απόφαση, για την οποία πληροφορηθήκαμε την προηγούμενη εβδομάδα, αναλωθήκαμε στη –φαιδρή, κατά τη γνώμη μου- διαδικασία της αναζήτησης περιφέρειας όπου η τυχόν προσμέτρηση του λευκού θα μετέβαλλε το συσχετισμό και θα εκλέγονταν άλλος βουλευτής από αυτόν που είχε εκλεγεί. Βέβαια, τέτοια περιφέρεια δεν βρέθηκε, καθώς ο αριθμός των λευκών δεν ήταν αρκετός. Η ενδυνάμωση του λευκού ήταν, όπως φαίνεται, και βασική προϋπόθεση για να μπορέσουμε να κινηθούμε δικαστικά: πρέπει να υπάρχει ένα ισχυρό ποσοστό λευκών, η προσμέτρηση του οποίου να μεταβάλει το συσχετισμό εκλογής βουλευτή, ώστε να υπάρχει έννομο συμφέρον και να εκδικαστεί στη συνέχεια.. Η απλή αλλαγή των ποσοστών του αποτελέσματος δε δικαιολογεί έννομο συμφέρον! Επί της διαδικασίας, δηλαδή, δεν προβλέπεται καμία διαδικασία μέσω της οποίας ο πολίτης/εκλογέας να μπορεί να προσφύγει ώστε να ζητήσει τη γνωμοδότηση του Εκλογοδικείου για τη συνταγματικότητα ενός νόμου ή επί της διαδικασίας της εκλογής, αν αυτή δε στρέφεται κατά εκλεγμένου βουλευτή.
Έτσι, ενώ το κύριο μέλημα όλων μας ως τώρα, τόσο αυτών που διαφωνούσαν με την πρότασή μου όσο και αυτών που συμφωνούσαν, ήταν επί της ουσίας, και οι όποιες διαφωνίες διατυπώθηκαν για το πραγματικό όφελος, τις πιθανότητες κλπ να πετύχει η ένσταση, η πολιτεία, μέσω των δικαστικών εκπροσώπων της, αποφαίνεται πως δεν έχουμε καν έννομο συμφέρον να ζητήσουμε κάτι τέτοιο. Αρνείται την ίδια τη συζήτηση επί του θέματος. Θεωρώ πως, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για το θέμα του λευκού, η έλλειψη θεσμικά κατοχυρωμένης διαδικασίας μέσω της οποίας ο κάθε εκλογέας να μπορεί να ζητήσει τη γνωμοδότηση του δικαστηρίου για τη διαδικασία των εκλογών ή για διατάξεις του νόμου των εκλογών, αφήνει έκθετους όλους τους πολίτες στις ορέξεις της όποιας κυβέρνησης. Και, αυτό είναι πολύ σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς πως η διενέργεια των εκλογών είναι η ύψιστη στιγμή της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό (το δικαστικό σκέλος, που διεξοδικά συζητήθηκε σε αυτό το blog, δεν θα κριθεί πουθενά). Σύμφωνα με τη νομολογία, ούτε το όριο του 3% θεωρείται αντισυνταγματικό, ούτε η έλλειψη απλής αναλογικής. Συνεπώς, τα ζητήματα αυτά επαφίονται στη βούληση των ίδιων των πολιτικών, και μόνο. Άρα, και η ‘λύση’ τους μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Και προφανώς, αυτή είναι η κουβέντα που θα πρέπει να ανοίξουμε από δω και πέρα. Δηλαδή, του πως μπορούμε να παρέμβουμε πολιτικά, πιέζοντας τους βουλευτές και τα κόμματα προς την κατεύθυνση της θεσμικής προάσπισης της δημοκρατίας, και της απλής αναλογικής.
Εντωμεταξύ, θα συνεχίσω να παραθέτω ότι νέα στοιχεία προκύψουν για το λευκό. Επίσης, θα φροντίσω να ενημερωθώ για την τύχη δύο ενδιαφερουσών ενστάσεων. Η μία κατατέθηκε από πολίτη ενάντια στην εκλογή Σημίτη και την έξτρα πριμοδότησή του ως πρώην πρωθυπουργού, η οποία δε συνάδει με την έννοια της ισότητα της ψήφου, κλπ. Η άλλη πρόκειται για ένσταση που ζητά την αναγνώριση του λευκού στο εκλογικό αποτέλεσμα στη Β' Αθηνών. Σε αυτή την ένσταση, η αναγνώριση του λευκού κατατίθεται επικουρικά: το βασικό αίτημα αφορά την αναγνώριση των άκυρων και των λευκών ως σύνολο (αν αυτό γινόταν, θα άλλαζε το συσχετισμό των εδρών πράγματι). Αν και, φυσικά διαφωνώ με τη ένσταση αυτή (κρίνω παράλογη την αναγνώριση του άκυρου ως έγγυρου), το σκεπτικό στηρίζεται στην εκ του νόμου μεταχείρηση του λευκού και του άκυρου ως ίδια. Η εν λόγω ομάδα πιθανόν να έχει έννομο συμφέρον, όπως εκτιμά ο δικηγόρος που την κατέθεσε, καθώς είχε συστήσει το κόμμα Α.Κ.Υ.Ρ.Ο. αλλα δεν τους επετράπη να συμμετάσχουν στις εκλογές της 16/9 γιατί δεν είχαν εκλογικούς συνδυασμούς σε όλη την επικράτεια.
Θα ενημερώσω για ότι νεότερο, σε σχέση με αυτές τις υποθέσεις. Παρακαλώ, οποιαδήποτε σχετική πληροφορία έχετε, παραθέστε την σε αυτό το blog προς ενημέρωση όλων.
Με εκτίμηση
Νέλλη Ψαρρού
Γνωμοδότηση του ΑΕΔ για το 3% και το έννομο συμφέρον
Παραθέτω την απόφαση του ΑΕΔ 11/2004, σχετικά με ένσταση που κατατέθηκε για το όριο του 3%. Σε αυτήν, παρεπιπτόντως, αναφέρεται και ο ορισμός του εννόμου συμφέροντος.
ΑΕΔ 11/1994, ΔιΔικ 1994, 898, ΤοΣ 1994, 862
Πρόεδρος: Βασ. Μποτόπουλος. Πρόεδρος ΣΤΕ
Εισηγήτρια: Αγγ. θεοφιλοπούλου, Σύμβουλος ΣΤΕ
Δικηγόρος: Μαρ. Μπαχάς.
Επειδή, ο ενιστάμενος, ο οποίος με την 853/1993 απόφαση του Α'Τμήματος του Αρείου Πάγου είχε ανακηρυχθει υποψήφιος βουλευτής του συνδυασμού ανεξαρτήτων "ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ" στην εκλογική περιφέρεια του Νομού Ροδόπης, όπως και ο συνυποψήφιός του Ι. Μ. με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, διότι, αν κατακυρωθεί στο συνδυασμό του μία έδρα σ'αυτή την εκλογική περιφέρεια, θα ανακηρυχθεί ο ίδιος βουλευτής και ο ως άνω συνυποψήφιός του αναπληρωματικός βουλευτής.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 στοιχ. α, β ' και ε, 25, 27 και 28 του ν. 345/1976 και 116-117 του πδ/τος 353/1993 προκύπτει ότι η δίκη που διεξάγεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και αφορά εντάσεις κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών προϋποθέτει, για την εγκυρη έναρξη και διεξαγωγή της, την ύπαρξη δύο τουλάχιστον διαδίκων που να τελούν υε σχέση αντιδικίας μεταξύ τους. Ο ένας από τους διαδίκους αυτούς είναι ο αιτών και ο άλλος είναι ένας τουλάχιστον από τους βουλευτές που ανακηρύχθηκαν ή από τους αναπληρωματικούς ή από εκείνους στην ανακήρυξη των οποίων θα επιδράσει η απόφαση που θα εκδοθεί και ο οποίος πρέπει να προσδιορίζεται ονομαστικώς από τον αιτούντα (ΑΕΔ 1/1994). Το δικόγραφο της υπό κρίση ενστάσεως στρέφεται κατά της ανακηρύξεως ως επιτυχόντος βουλευτή στην εκλογική περιφέρεια του Νομού Ροδόπης του Χ.Δ. ο οποίος κατέλαβε τη δεύτερη έδρα που κατακυρώθηκε στο "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ" όπως και κατά της ανακηρύξεως ως αναπληρωματικών βουλευτών του κόμματος αυτού του Α.Χ. και Μ.Α. Επομένως η κρινόμενη ένσταση ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της.
Επειδή, [...] «Στην κατανομή των εδρών των εκλογικών περιφερειών, καθώς και των εδρών επικρατείας συμμετέχουν οι συνδυασμοί κομμάτων, οι συνδυασμοί συνασπισμών κομμάτων, οι συνδυασμοί ανεξαρτήτων, καθώς και οι μεμονωμένοι υποψήφιοι που συγκεντρώνουν στην επικράτεια ποσοστό εγκύρων ψηφοδελτίων τουλάχιστον ίσο με το τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβαν στην επικράτεια όλοι οι εκλογικοί σχηματισμοί». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων ή ανεξάρτητος συνδυασμός ή μεμονωμένος υποψήφιος που δεν συγκέντρωσε ποσοστό ίσο με 3% του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων δεν δικαιούται βουλευτική έδρα σε καμιά εκλογική περιφέρεια από οποιαδήποτε κατανομή, επομένως ούτε από την πρώτη κατανομή, όπως ορθώς δέχθηκε και η Ανωτάτη Εφορευτική Επιτροπή. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των ενισταμένων ότι η ως άνω αποκλειστική ρήτρα του 3% δεν ισχύει κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 88, για την πρώτη κατανομή των βουλευτικών εδρών αλλά καταλαμβάνει τη δεύτερη και την τρίτη κατανομή καθώς και την εξομάλυνση.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 29 παρ. 1, 51 παρ. 3, 52 και 54 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ορισμένο εκλογικό σύστημα αλλά αναθέτει στον κοινό νομοθέτη να επιλέξει κάθε φορά το προσφορότερο και μάλλον ενδεδειγμένο από τις περιστάσεις εκλογικό σύστημα, αφού λάβει υπόψη του τις κρατούσες πολιτικές συνθήκες.
Εξάλλου από καμιά διάταξη του Συντάγματος δεν προκύπτει ότι οι βουλευτές εκλέγονται υποχρεωτικώς με βάση την εκλογική δύναμη του κόμματός τους σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια, κατά ρητή δε επιταγή του αρθρου 51 παρ. 2 του Συντάγματος οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το 'Εθνος και όχι την εκλογική περιφέρεια στην οποία εκλέγονται, Η ελευθερία βέβαια του κοινού νομοθέτη κατά τη θέσπιση του εκλογικού συστήματος τελεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της καθιερούμενης από το Σύνταγμα αρχής της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος, το μεν και κυρίως, ως ειδικότερης μορφής της γενικής αρχής της ισότητας των ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου που πηγάζει από το άρθρο 4, το δε ως αρχής συνυφασμένης με την αρχή τη καθολικότητας της ψήφου, που πηγάζει από το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος. Σύμφωνα δε με την αρχή αυτή της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος όλοι οι εκλογείς είναι ίσοι κατά την ψήφο με την έννοια: α) ότι κάθε εκλογέας έχει μία και μόνο ψήφο και δεν μπορεί με το νόμο να χορηγείται πολλαπλή ψήφος σε ορισμένες κατηγορίες εκλογέων, β) ότι κάθε εκλογέας ψηφίζει σε μία και μόνο εκλογική περιφέρεια και δεν επιτρέπεται να ψηφίζει στις ίδιες εκλογές σε περισσότερες εκλογικές περιφέρειες με διαφορετική κάθε φορά ιδιότητα και γ) ότι κάθε ψήφος έχει ίση νομική δύναμη (αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου).
Η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου σημαίνει ότι η ψήφος κάθε εκλογέα ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος και επομένως η ίδια εκλογική δύναμη δηλαδή ο αυτός αριθμός εγκύρων ψηφοδελτίων, ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος στην ίδια εκλογική περιφέρεια, με το ίδιο σύστημα κατανομής εδρών και κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Το Σύνταγμα δεν καθιερώνει το αναλογικό σύστημα ως το αποκλειστικά εφαρμοστέο εκλογικό σύστημα. Η τιθέμενη [...] αποκλειστική ρήτρα του 3% δεν αντίκειται στην αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου ή σε άλλη από τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές. Αφού το όριο αυτό τίθεται αντικειμενικά και απρόσωπα, αποβλέπει στην αποφυγή καταθρυματισμού των πολιτικών δυνάμεων και κατά την αντίληψη του νομοθέτη, όπως αυτή εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 1907/1990, συνδέεται με τη δυνατότητα σχηματισμού βιώσιμων κυβερνήσεων.
Εξάλλου το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει τα εκλογικά αποτελέσματα της πρώτης κατανομής, την οποία τυχόν προβλέπει το εκλογικό σύστημα, και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η εξάρτηση της δυνατότητας εκλογής βουλευτή από το σύνολο των ψήφων στην επικράτεια, ανεξαρτήτως της εκλογικής δύναμης του κόμματος στην ελάσσονα περιφέρεια και ανεξαρτήτως των ψήφων που έλαβε προσωπικώς ο υποψήφιος σε ορισμένη περιφέρεια, σε σχέση με τον αριθμό των ψήφων που έλαβαν άλλοι υποψήφιοι εκλεγέντες σε άλλες περιφέρειες.
Ούτε με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτικών κομμάτων και της παροχής σ' αυτά ίσων ευκαιριών, που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του δημοκρατικού πολιτεύματος συγκρούεται η θέσπιση του ως άνω ορίου για την εκπροσώπηση στη Βουλή, αφού στηρίζεται σε κριτήρια αντικειμενικά και εύλογα.
Τέλος δεν τίθεται θέμα δυσμενούς μεταχειρίσεως της αναγνωρισμένης με τη σύμβαση της Λωζάνης θρησκευτικής μουσουλμανικής, μειονότητας στο Νομό Ροδόπης, γιατί όπως έχει ήδη λεχθεί το όριο του 3% τίθεται αντικειμενικά και απρόσωπα. Επομένως, η θέσπιση με το άρθρο 3 του ν. 1907/1990 (ήδη άρθρο 88 παρ. 10 του πδ/τος 353/ 1993) του ορίου 3% των εγκύρων ψήφων ολόκληρης της επικράτειας για την απόκτηση έδρας από κόμμα, συνασπισμό κομμάτων, ανεξάρτητο συνδυασμό ή μεμονωμένο υποψήφιο δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί αντισυνταγματικότητας αυτής της διατάξεως λόγος της ενστάσεως και η ένσταση στο σύνολό της.
ΑΕΔ 11/1994, ΔιΔικ 1994, 898, ΤοΣ 1994, 862
Πρόεδρος: Βασ. Μποτόπουλος. Πρόεδρος ΣΤΕ
Εισηγήτρια: Αγγ. θεοφιλοπούλου, Σύμβουλος ΣΤΕ
Δικηγόρος: Μαρ. Μπαχάς.
Επειδή, ο ενιστάμενος, ο οποίος με την 853/1993 απόφαση του Α'Τμήματος του Αρείου Πάγου είχε ανακηρυχθει υποψήφιος βουλευτής του συνδυασμού ανεξαρτήτων "ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ" στην εκλογική περιφέρεια του Νομού Ροδόπης, όπως και ο συνυποψήφιός του Ι. Μ. με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, διότι, αν κατακυρωθεί στο συνδυασμό του μία έδρα σ'αυτή την εκλογική περιφέρεια, θα ανακηρυχθεί ο ίδιος βουλευτής και ο ως άνω συνυποψήφιός του αναπληρωματικός βουλευτής.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 στοιχ. α, β ' και ε, 25, 27 και 28 του ν. 345/1976 και 116-117 του πδ/τος 353/1993 προκύπτει ότι η δίκη που διεξάγεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και αφορά εντάσεις κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών προϋποθέτει, για την εγκυρη έναρξη και διεξαγωγή της, την ύπαρξη δύο τουλάχιστον διαδίκων που να τελούν υε σχέση αντιδικίας μεταξύ τους. Ο ένας από τους διαδίκους αυτούς είναι ο αιτών και ο άλλος είναι ένας τουλάχιστον από τους βουλευτές που ανακηρύχθηκαν ή από τους αναπληρωματικούς ή από εκείνους στην ανακήρυξη των οποίων θα επιδράσει η απόφαση που θα εκδοθεί και ο οποίος πρέπει να προσδιορίζεται ονομαστικώς από τον αιτούντα (ΑΕΔ 1/1994). Το δικόγραφο της υπό κρίση ενστάσεως στρέφεται κατά της ανακηρύξεως ως επιτυχόντος βουλευτή στην εκλογική περιφέρεια του Νομού Ροδόπης του Χ.Δ. ο οποίος κατέλαβε τη δεύτερη έδρα που κατακυρώθηκε στο "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ" όπως και κατά της ανακηρύξεως ως αναπληρωματικών βουλευτών του κόμματος αυτού του Α.Χ. και Μ.Α. Επομένως η κρινόμενη ένσταση ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της.
Επειδή, [...] «Στην κατανομή των εδρών των εκλογικών περιφερειών, καθώς και των εδρών επικρατείας συμμετέχουν οι συνδυασμοί κομμάτων, οι συνδυασμοί συνασπισμών κομμάτων, οι συνδυασμοί ανεξαρτήτων, καθώς και οι μεμονωμένοι υποψήφιοι που συγκεντρώνουν στην επικράτεια ποσοστό εγκύρων ψηφοδελτίων τουλάχιστον ίσο με το τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβαν στην επικράτεια όλοι οι εκλογικοί σχηματισμοί». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων ή ανεξάρτητος συνδυασμός ή μεμονωμένος υποψήφιος που δεν συγκέντρωσε ποσοστό ίσο με 3% του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων δεν δικαιούται βουλευτική έδρα σε καμιά εκλογική περιφέρεια από οποιαδήποτε κατανομή, επομένως ούτε από την πρώτη κατανομή, όπως ορθώς δέχθηκε και η Ανωτάτη Εφορευτική Επιτροπή. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των ενισταμένων ότι η ως άνω αποκλειστική ρήτρα του 3% δεν ισχύει κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 88, για την πρώτη κατανομή των βουλευτικών εδρών αλλά καταλαμβάνει τη δεύτερη και την τρίτη κατανομή καθώς και την εξομάλυνση.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 29 παρ. 1, 51 παρ. 3, 52 και 54 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ορισμένο εκλογικό σύστημα αλλά αναθέτει στον κοινό νομοθέτη να επιλέξει κάθε φορά το προσφορότερο και μάλλον ενδεδειγμένο από τις περιστάσεις εκλογικό σύστημα, αφού λάβει υπόψη του τις κρατούσες πολιτικές συνθήκες.
Εξάλλου από καμιά διάταξη του Συντάγματος δεν προκύπτει ότι οι βουλευτές εκλέγονται υποχρεωτικώς με βάση την εκλογική δύναμη του κόμματός τους σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια, κατά ρητή δε επιταγή του αρθρου 51 παρ. 2 του Συντάγματος οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το 'Εθνος και όχι την εκλογική περιφέρεια στην οποία εκλέγονται, Η ελευθερία βέβαια του κοινού νομοθέτη κατά τη θέσπιση του εκλογικού συστήματος τελεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της καθιερούμενης από το Σύνταγμα αρχής της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος, το μεν και κυρίως, ως ειδικότερης μορφής της γενικής αρχής της ισότητας των ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου που πηγάζει από το άρθρο 4, το δε ως αρχής συνυφασμένης με την αρχή τη καθολικότητας της ψήφου, που πηγάζει από το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος. Σύμφωνα δε με την αρχή αυτή της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος όλοι οι εκλογείς είναι ίσοι κατά την ψήφο με την έννοια: α) ότι κάθε εκλογέας έχει μία και μόνο ψήφο και δεν μπορεί με το νόμο να χορηγείται πολλαπλή ψήφος σε ορισμένες κατηγορίες εκλογέων, β) ότι κάθε εκλογέας ψηφίζει σε μία και μόνο εκλογική περιφέρεια και δεν επιτρέπεται να ψηφίζει στις ίδιες εκλογές σε περισσότερες εκλογικές περιφέρειες με διαφορετική κάθε φορά ιδιότητα και γ) ότι κάθε ψήφος έχει ίση νομική δύναμη (αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου).
Η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου σημαίνει ότι η ψήφος κάθε εκλογέα ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος και επομένως η ίδια εκλογική δύναμη δηλαδή ο αυτός αριθμός εγκύρων ψηφοδελτίων, ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος στην ίδια εκλογική περιφέρεια, με το ίδιο σύστημα κατανομής εδρών και κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Το Σύνταγμα δεν καθιερώνει το αναλογικό σύστημα ως το αποκλειστικά εφαρμοστέο εκλογικό σύστημα. Η τιθέμενη [...] αποκλειστική ρήτρα του 3% δεν αντίκειται στην αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου ή σε άλλη από τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές. Αφού το όριο αυτό τίθεται αντικειμενικά και απρόσωπα, αποβλέπει στην αποφυγή καταθρυματισμού των πολιτικών δυνάμεων και κατά την αντίληψη του νομοθέτη, όπως αυτή εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 1907/1990, συνδέεται με τη δυνατότητα σχηματισμού βιώσιμων κυβερνήσεων.
Εξάλλου το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει τα εκλογικά αποτελέσματα της πρώτης κατανομής, την οποία τυχόν προβλέπει το εκλογικό σύστημα, και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η εξάρτηση της δυνατότητας εκλογής βουλευτή από το σύνολο των ψήφων στην επικράτεια, ανεξαρτήτως της εκλογικής δύναμης του κόμματος στην ελάσσονα περιφέρεια και ανεξαρτήτως των ψήφων που έλαβε προσωπικώς ο υποψήφιος σε ορισμένη περιφέρεια, σε σχέση με τον αριθμό των ψήφων που έλαβαν άλλοι υποψήφιοι εκλεγέντες σε άλλες περιφέρειες.
Ούτε με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτικών κομμάτων και της παροχής σ' αυτά ίσων ευκαιριών, που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του δημοκρατικού πολιτεύματος συγκρούεται η θέσπιση του ως άνω ορίου για την εκπροσώπηση στη Βουλή, αφού στηρίζεται σε κριτήρια αντικειμενικά και εύλογα.
Τέλος δεν τίθεται θέμα δυσμενούς μεταχειρίσεως της αναγνωρισμένης με τη σύμβαση της Λωζάνης θρησκευτικής μουσουλμανικής, μειονότητας στο Νομό Ροδόπης, γιατί όπως έχει ήδη λεχθεί το όριο του 3% τίθεται αντικειμενικά και απρόσωπα. Επομένως, η θέσπιση με το άρθρο 3 του ν. 1907/1990 (ήδη άρθρο 88 παρ. 10 του πδ/τος 353/ 1993) του ορίου 3% των εγκύρων ψήφων ολόκληρης της επικράτειας για την απόκτηση έδρας από κόμμα, συνασπισμό κομμάτων, ανεξάρτητο συνδυασμό ή μεμονωμένο υποψήφιο δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί αντισυνταγματικότητας αυτής της διατάξεως λόγος της ενστάσεως και η ένσταση στο σύνολό της.
Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007
Επί της διαδικασίας
Αγαπητοί Φίλοι,
Άμεσα αναμένεται να ολοκληρωθεί η ανακήρυξη των βουλευτών, οπότε και μπορεί να ξεκινήσει η διαδικασία των ενστάσεων, η οποία διαρκεί 15 ημέρες.
Σύμφωνα με τη ρύθμιση του νόμου, θα πρέπει οι ενστάσεις να κατατεθούν ανά περιφέρεια και όχι στο σύνολο της επικράτειας. Συνεπώς, θα πρέπει να καταθέσουμε όσο περισσότερες ενστάσεις μπορούμε, ώστε να 'καλύψουμε' όσο το δυνατόν περισσότερες εκλογικές περιφέρειες.
Η ένσταση μπορεί να κατατεθεί από ένα ή και περισσότερα άτομα (ένα άτομο πάντως αρκεί). Συνεπώς, όσοι θα συμμετάσχουν στη διαδικασία των ενστάσεων, παρακαλούνται να στείλουν άμεσα e-mail με το όνομά τους, τα στοιχεία επικοινωνίας τους (σταθερό και κινητό τηλέφωνο), καθώς και την περιφέρεια στην οποία ψηφίζουν, στο lefko2007@gmail.com . Το θέμα του e-mail θα πρέπει να έχει τίτλο 'Περιφέρεια χ', όπου χ η περιφέρεια που ψηφίζετε.
Ακολούθως, θα επικοινωνήσω μαζί σας για τα περαιτέρω.
Με εκτίμηση
Νέλλη Ψαρρού
Άμεσα αναμένεται να ολοκληρωθεί η ανακήρυξη των βουλευτών, οπότε και μπορεί να ξεκινήσει η διαδικασία των ενστάσεων, η οποία διαρκεί 15 ημέρες.
Σύμφωνα με τη ρύθμιση του νόμου, θα πρέπει οι ενστάσεις να κατατεθούν ανά περιφέρεια και όχι στο σύνολο της επικράτειας. Συνεπώς, θα πρέπει να καταθέσουμε όσο περισσότερες ενστάσεις μπορούμε, ώστε να 'καλύψουμε' όσο το δυνατόν περισσότερες εκλογικές περιφέρειες.
Η ένσταση μπορεί να κατατεθεί από ένα ή και περισσότερα άτομα (ένα άτομο πάντως αρκεί). Συνεπώς, όσοι θα συμμετάσχουν στη διαδικασία των ενστάσεων, παρακαλούνται να στείλουν άμεσα e-mail με το όνομά τους, τα στοιχεία επικοινωνίας τους (σταθερό και κινητό τηλέφωνο), καθώς και την περιφέρεια στην οποία ψηφίζουν, στο lefko2007@gmail.com . Το θέμα του e-mail θα πρέπει να έχει τίτλο 'Περιφέρεια χ', όπου χ η περιφέρεια που ψηφίζετε.
Ακολούθως, θα επικοινωνήσω μαζί σας για τα περαιτέρω.
Με εκτίμηση
Νέλλη Ψαρρού
Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007
Εισήγηση για το Λευκό στην Κ.Ε. της Νέας Δημοκρατίας
- Το κείμενο που ακολουθεί εστάλη από τον κ. Πατσιογιάννη, και το δημοσιεύω προς ενημέρωσή σας. Θα συνεχίσω να δημοσιεύω κείμενα και πληροφορίες σχετικά με το λευκό, καθώς συνεχίζω να λαμβάνω γνώση επ' αυτών.
Νέλλη Ψαρρού
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Ν.Δ. 26-8-05
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΜΑΚΗ ΠΑΤΣΙΟΓΙΑΝΝΗ
Κ. Πρόεδρε, κ. Βουλευταί,
Αγαπητοί φίλοι και συναγωνιστές της Κ.Ε.
Η πρωτοποριακή απόφαση του εκλογοδικείου που δικαίωσε την προσφυγή της Βουλευτού Πέλλης για την εγκυρότητα των λευκών ψηφοδελτίων, αποκαθιστά μία δημοκρατική εκτροπή, που για χρόνια ταλαιπωρεί την δημοκρατία αλλά και την νοημοσύνη μας, και επικαιροποιεί την σχετική συζήτηση εν όψει αλλαγής του εκλογικού νόμου για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Δεν πανηγυρίζουμε για την ανωτέρω απόφαση διότι ευνόησε το κόμμα μας με την αύξηση της δυνάμεώς του κατά μία εδρα, αλλά διότι τέτοιες θαρραλέες αποφάσεις θωρακίζουν τους θεσμούς και ενδυναμώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την δημοκρατία.
Δεχθήκαμε πράγματι σκληρές, αλλά άδικες κατά την γνώμη μας, επιθέσεις από την αντιπολίτευση για την ανωτέρω απόφαση, απόφαση την οποία, για ν΄ αποπροσανατολίσουν τον κόσμο, συνέδεσαν άμεσα με το συγγενικό περιβάλλον αλλά και αυτόν τον ίδιο τον Πρωθυπουργό στην προσπάθειά τους να πλήξουν την εικόνα του, η οποία έντονα απ΄ ότι φαίνεται τους ενοχλεί και τους προβληματίζει, λες και οι θεσμοί υπάρχουν για να υπηρετούν οικογένειες και κόμματα.
Και ήταν τόσο εμφανής η υποκρισία του κριτικού τους λόγου, που κανένας τους δεν ένοιωσε την υποχρέωση να κρίνει το περιεχόμενο και την ουσία της αποφάσεως, που δίνει τέλος σ΄ ένα χρόνιο πρόβλημα του εκλογικού νόμου, που μικραίνει και ευτελίζει την δημοκρατία, κάνοντάς την φοβική απέναντι στο λαό, λαό, τον οποίο θεωρούν με τις θέσεις τους ανώριμο και ανεύθυνο.
Ουσία που ασφαλώς και δεν είναι η έδρα που χάνει το ΠΑΣΟΚ, ή αύξηση σε αριθμό ψήφων που απαιτεί το όριο του 3% που θέλουν τα μικρά κόμματα για να εισέλθουν στη βουλή, ή ότι ακόμα –ακόμα ότι θα μείνουν αδιάθετες έδρες στη βουλή, πράγμα που μπορεί άλλωστε και να συμβεί.
Δεν είναι όμως δυνατόν η κυβέρνηση να χειραγωγείται από αυτούς που θέλουν να κάνουν την πολιτική, εμπορία εντυπώσεων και την Δημοκρατία σύστημα “αλλά καρτ”.
Δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει η Δημοκρατία με λιπόψυχους περιορισμούς της θελήσεως, του κυρίαρχου κατά τ΄ άλλα Ελληνικού λαού ,του οποίου ναι μέν του αναγνωρίζουμε πολιτική ωριμότητα, όμως στην πράξη του αμφισβητούμε την ικανότητα να ψηφίζει με υπευθυνότητα.
Όσο υπεύθυνος είναι ο λαός για να εκλέγει τις κυβερνήσεις του, άλλο τόσο και ίσως περισσότερο υπεύθυνος είναι για να προστατεύει και να θωρακίζει την Δημοκρατία από ανεύθυνα κόμματα και δημοκόπους πολιτικούς.
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Επειδή ρίξαμε ήδη στο τραπέζι της συζητήσεως την αλλαγή του εκλογικού νόμου για την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και επειδή η συζήτηση για την αλλαγή του νόμου για τις εθνικές εκλογές δεν είναι και πολύ μακριά, πρέπει να προβληματισθούμε σοβαρά προς την κατεύθυνση γενναίων και ριζικών αλλαγών ενός παγίου εκλογικού συστήματος, που πρέπει να περιληφθεί στην επόμενη τροποποίηση του Συντάγματος, το οποίο θα δώσει τέλος στα εκλογικά τερτίπια αλλά και στην συνεχή γκρίνια μεταξύ των κομμάτων.
Αγαπητοί φίλοι,
Η Δημοκρατία για να μπορέσει να λειτουργήσει, κάνει μαζί με άλλες και τις εξής βασικές παραδοχές, παραδοχές τις οποίες έχουμε όλοι αποδεχθεί χωρίς να τις κρίνουμε:
1. Θεωρεί εκ προοιμίου τον λαό υπεύθυνο και ως εκ τούτου κυρίαρχο.
2. Δέχεται ότι η ψηφοφορία αποτελεί δικαίωμα όλων των πολιτών, με ορισμένες εξαιρέσεις και αναγνωρίζει στον καθένα μία ισότιμη ψήφο, διότι διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να τις συναθροίσουμε.
3. Εισάγει απαραιτήτως την λευκή ψήφο ως ψήφο συνειδητή, θετική και έγκυρη.
Εδώ λοιπόν είναι και ο πυρήνας της παρούσης παρεμβάσεως που σκοπό έχει να καταδείξει το έλλειμμα δημοκρατίας το οποίο δημιουργεί ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος.
Θεωρώ ότι οποιαδήποτε συζήτηση για την εγκυρότητα ή μη των λευκών ψηφοδελτίων παρέλκει.
Διότι δεν είναι δυνατόν να αποτελεί λόγο ακυρώσεως μιας εκλογικής διαδικασίας η μη ύπαρξη λευκών ψηφοδελτίων στα εκλογικά τμήματα, λευκά ψηφοδέλτια που επίσημα άλλωστε μας τα δίνει μαζί με όλα τ΄ άλλα η εφορευτική επιτροπή και εμείς να τα συναθροίζουμε με τα άκυρα για να αποκρύπτουμε προφανώς τον αριθμό τους, εξισώνοντας έτσι μια συνειδητή ψήφο με την ψήφο της “πλάκας”, την ψήφο του εκβιασμού, την ψήφο των περιθωριακών ή την ψήφο των ανήμπορων ή αγραμμάτων;
Αποτελεί αυτό σεβασμό του πολίτη και της λαϊκής κυριαρχίας;
Γιατί άραγε ο νομοθέτης να προέβλεψε την λευκή ψήφο ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της ψηφοφορίας και κατ’ επέκτασιν εγκυρότητος της όποιας εκλογικής διαδικασίας;
Ποιο είναι το περιεχόμενο αλλά και το δικαίωμα που παρέχει ο νομοθέτης στον ψηφοφόρο να εκφρασθεί μέσω της λευκής του ψήφου;
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Η δημοκρατία για να λειτουργήσει σωστά και αποτελεσματικά χρειάζεται, όπως και η βουλή την αντιπολίτευσή της.
Χρειάζεται να νοιώθει την ανάσα της πίσω της, την δυνατότητα αμφισβητήσεως της κυριαρχίας της μπροστά της, τον φόβο της ανατροπής των υφισταμένων κομματικών σχηματισμών δίπλα της.
Το ρόλο αυτής της αντιπολιτεύσεως αναγνωρίζει ο νομοθέτης στο ανώνυμο και χωρίς φωνή κόμμα των λευκών ψηφοδελτίων, το οποίο βεβαίως και θα πρέπει να εκπροσωπείται με τις αδιάθετες έδρες που θα είναι όμως παρούσες με τα βαμμένα λευκά έδρανα στη βουλή, πράγμα όχι και τόσο τραγικό για την λειτουργία της δημοκρατίας, τα οποία όμως θα αποτελούν συνεχή υπενθύμιση, απαραίτητη για να συνετίζει από τις ακρότητες και κόμματα και πολιτικούς.
Έτσι η δημοκρατία θα θωρακίζεται έναντι οποιασδήποτε προσπάθειας ανατροπής της.
Το δημοκρατικό πολίτευμα έχει τεράστιες αντοχές αλλά και αυτορρυθμίσεις που μπορούν να αντέξουν τις όποιες προσπάθειες ανατροπής του.
Αυτές της τις αδυναμίες ας τις κάνουμε λοιπόν δύναμη αυτοσυντηρήσεως και προοπτικής.
Επειδή όμως το θέμα μας απασχόλησε και σε άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε στον επαρχιακό τύπο, κάποιοι, ακόμα και βουλευτές διεφώνησαν μαζί μας με το επιχείρημα ότι δεν μπορούν να προσμετρηθούν , αν και έγκυρα, τα λευκά ψηφοδέλτια στη διανομή των εδρών, διότι αποτελούν αρνητική και όχι θετική ψήφο, πράγμα άλλωστε που θα μπορούσαν πολλοί να υποστηρίξουν.
Όμως αγαπητοί φίλοι, γιατί μετριόνται ως έγκυρα τα λευκά ψηφοδέλτια στις όποιες ψηφοφορίες στη βουλή;
Γιατί θα πρέπει προς τους βουλευτές να επιφυλάσσουμε ειδική μεταχείριση έναντι των άλλων ψηφοφόρων;
Γιατί μετράει θετικά η αρνητική ψήφος στα εκάστοτε δημοψηφίσματα, μέσω των οποίων εγκρίνονται ή απορρίπτονται καίρια για τα συμφέροντα των λαών ζητήματα;
Το πρόσφατο άλλωστε παράδειγμα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, που συνδέεται άμεσα με την αποδοκιμασία εισόδου στην Ε.Ε. της γείτονος, μας το επιβεβαιώνει.
Επί τέλους ας ισχύσει για όλες τις ψηφοφορίες αυτά που ισχύουν και στη βουλή ακόμα και στο θέμα της υποχρεωτικής ψηφοφορίας, η οποία πρέπει άμεσα να καταργηθεί..
Η ψήφος αποτελεί δικαίωμα των ψηφοφόρων και όπως όλοι γνωρίζουμε η άσκησις του ή μη εναπόκειται στη χωρίς περιορισμούς διακριτική επιθυμία του δικαιούχου, δικαίωμα που το αναγνωρίζουμε και στους βουλευτές. Όλοι άλλωστε θυμόμαστε το “ΠΑΡΟΝ ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ”
Μην φαλκιδεύουμε λοιπόν αυτό τους το ύψιστο κατ΄ εμέ δικαίωμα και ας αφήσουμε την άσκησή του ή μη στη διακριτική επιθυμία του δικαιούχου,
Διότι με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο το έχουμε καταντήσει από δικαίωμα ψήφου σε υποχρέωση προς ψηφοφορίαν με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σ’ αυτή λοιπόν τη βάση θα πρέπει οριστικά να λυθεί με κυβερνητική πρωτοβουλία η τροποποίηση του εκλογικού νόμου, ως προς την υποχρεωτική ψηφοφορία, αλλά κυρίως ως προς την εγκυρότητα και προσμέτρηση στη διανομή των εδρών, λευκών ψηφοδελτίων, διαφορετικά δε έχουν λόγο υπάρξεως. Προκειμένου να τα πετάμε αναρίθμητα, ευτελίζοντάς τα στη “χαβούζα” των ακύρων, ας έχουμε το πολιτικό θάρρος να τα καταργήσουμε από όλες τις ψηφοφορίες, δίνοντας τέρμα στην μαζική μέχρι υστερίας υποκρισία, του πολιτικού κόσμου, αλλά και στους φόβους που τους προκαλεί ο κίνδυνος ……..ανατροπής τους. Η δημοκρατία δεν μπορεί να ασκείται, αζημίωτα για την ίδια, με τέτοιου είδους εκπτώσεις.
Ας τολμήσουμε λοιπόν.
Η απόφαση του δικαστή που ύψωσε το ανάστημά του ενάντια στην περισσή υποκρισία των διαφωνούντων, μας δείχνει τον δρόμο, αλλά και μας γεμίζει ελπίδες για “να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα”, όπως λέει και το μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη.
Το δεδικασμένο που ήδη εδημιούργησε, στις επόμενες εκλογές θα σχηματίσει χιονοστιβάδα ενστάσεων που θα αμφισβητήσουν στην πράξει το εκλογικό αποτέλεσμα με όλες τις συνέπειες.
Γι΄ αυτό έχουμε υποχρέωση και μπορούμε να τ΄ αλλάξουμε όλα, αν αντέχουμε την πραγματικότητα και μαχώμεθα τον στρουθοκαμηλισμό.
Μπορούμε, όμως, σημαίνει θέλουμε. Θέλουμε τώρα, χωρίς να ρίχνουμε την μπάλα στο μέλλον.
Τελειώνοντας κ. πρόεδρε, θα ήθελα να συμφωνήσω, έστω και με βαριά καρδιά, με την πρωτοβουλία σας να επισκεφθείτε τον Αϊ-Στράτη, μέσα στα πλαίσια της εθνικής συμφιλιώσεως, ως τόπο εξορίας των κομμουνιστών.
Όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε κ. πρόεδρε, η εθνική συμφιλίωση δεν επιτυγχάνεται με επιλεκτικές μνήμες και μονόπλευρες τιμές.
Οι ψυχές των ξεχασμένων - αξέχαστων νεκρών αγωνιστών της ελευθερίας του Έθνους, που θυσιαζόμενοι προσέφεραν τότε, το δικό τους μέλλον για το δικό μας ελεύθερο σήμερα, περιμένουν να τις δικαιώσετε, τιμώντας έργω τους τόπους και τους βωμούς της ηρωικής τους θυσίας.
Ευχαριστώ.
MΑΚΗΣ ΠΑΤΣΙΟΓΙΑΝΝΗΣ-ΓΕΩΠΟΝΟΣ-ΤΡΙΠΟΛΙΣ
Mέλος της Κ.Ε. ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Νέλλη Ψαρρού
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Ν.Δ. 26-8-05
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΜΑΚΗ ΠΑΤΣΙΟΓΙΑΝΝΗ
Κ. Πρόεδρε, κ. Βουλευταί,
Αγαπητοί φίλοι και συναγωνιστές της Κ.Ε.
Η πρωτοποριακή απόφαση του εκλογοδικείου που δικαίωσε την προσφυγή της Βουλευτού Πέλλης για την εγκυρότητα των λευκών ψηφοδελτίων, αποκαθιστά μία δημοκρατική εκτροπή, που για χρόνια ταλαιπωρεί την δημοκρατία αλλά και την νοημοσύνη μας, και επικαιροποιεί την σχετική συζήτηση εν όψει αλλαγής του εκλογικού νόμου για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Δεν πανηγυρίζουμε για την ανωτέρω απόφαση διότι ευνόησε το κόμμα μας με την αύξηση της δυνάμεώς του κατά μία εδρα, αλλά διότι τέτοιες θαρραλέες αποφάσεις θωρακίζουν τους θεσμούς και ενδυναμώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την δημοκρατία.
Δεχθήκαμε πράγματι σκληρές, αλλά άδικες κατά την γνώμη μας, επιθέσεις από την αντιπολίτευση για την ανωτέρω απόφαση, απόφαση την οποία, για ν΄ αποπροσανατολίσουν τον κόσμο, συνέδεσαν άμεσα με το συγγενικό περιβάλλον αλλά και αυτόν τον ίδιο τον Πρωθυπουργό στην προσπάθειά τους να πλήξουν την εικόνα του, η οποία έντονα απ΄ ότι φαίνεται τους ενοχλεί και τους προβληματίζει, λες και οι θεσμοί υπάρχουν για να υπηρετούν οικογένειες και κόμματα.
Και ήταν τόσο εμφανής η υποκρισία του κριτικού τους λόγου, που κανένας τους δεν ένοιωσε την υποχρέωση να κρίνει το περιεχόμενο και την ουσία της αποφάσεως, που δίνει τέλος σ΄ ένα χρόνιο πρόβλημα του εκλογικού νόμου, που μικραίνει και ευτελίζει την δημοκρατία, κάνοντάς την φοβική απέναντι στο λαό, λαό, τον οποίο θεωρούν με τις θέσεις τους ανώριμο και ανεύθυνο.
Ουσία που ασφαλώς και δεν είναι η έδρα που χάνει το ΠΑΣΟΚ, ή αύξηση σε αριθμό ψήφων που απαιτεί το όριο του 3% που θέλουν τα μικρά κόμματα για να εισέλθουν στη βουλή, ή ότι ακόμα –ακόμα ότι θα μείνουν αδιάθετες έδρες στη βουλή, πράγμα που μπορεί άλλωστε και να συμβεί.
Δεν είναι όμως δυνατόν η κυβέρνηση να χειραγωγείται από αυτούς που θέλουν να κάνουν την πολιτική, εμπορία εντυπώσεων και την Δημοκρατία σύστημα “αλλά καρτ”.
Δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει η Δημοκρατία με λιπόψυχους περιορισμούς της θελήσεως, του κυρίαρχου κατά τ΄ άλλα Ελληνικού λαού ,του οποίου ναι μέν του αναγνωρίζουμε πολιτική ωριμότητα, όμως στην πράξη του αμφισβητούμε την ικανότητα να ψηφίζει με υπευθυνότητα.
Όσο υπεύθυνος είναι ο λαός για να εκλέγει τις κυβερνήσεις του, άλλο τόσο και ίσως περισσότερο υπεύθυνος είναι για να προστατεύει και να θωρακίζει την Δημοκρατία από ανεύθυνα κόμματα και δημοκόπους πολιτικούς.
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Επειδή ρίξαμε ήδη στο τραπέζι της συζητήσεως την αλλαγή του εκλογικού νόμου για την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και επειδή η συζήτηση για την αλλαγή του νόμου για τις εθνικές εκλογές δεν είναι και πολύ μακριά, πρέπει να προβληματισθούμε σοβαρά προς την κατεύθυνση γενναίων και ριζικών αλλαγών ενός παγίου εκλογικού συστήματος, που πρέπει να περιληφθεί στην επόμενη τροποποίηση του Συντάγματος, το οποίο θα δώσει τέλος στα εκλογικά τερτίπια αλλά και στην συνεχή γκρίνια μεταξύ των κομμάτων.
Αγαπητοί φίλοι,
Η Δημοκρατία για να μπορέσει να λειτουργήσει, κάνει μαζί με άλλες και τις εξής βασικές παραδοχές, παραδοχές τις οποίες έχουμε όλοι αποδεχθεί χωρίς να τις κρίνουμε:
1. Θεωρεί εκ προοιμίου τον λαό υπεύθυνο και ως εκ τούτου κυρίαρχο.
2. Δέχεται ότι η ψηφοφορία αποτελεί δικαίωμα όλων των πολιτών, με ορισμένες εξαιρέσεις και αναγνωρίζει στον καθένα μία ισότιμη ψήφο, διότι διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να τις συναθροίσουμε.
3. Εισάγει απαραιτήτως την λευκή ψήφο ως ψήφο συνειδητή, θετική και έγκυρη.
Εδώ λοιπόν είναι και ο πυρήνας της παρούσης παρεμβάσεως που σκοπό έχει να καταδείξει το έλλειμμα δημοκρατίας το οποίο δημιουργεί ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος.
Θεωρώ ότι οποιαδήποτε συζήτηση για την εγκυρότητα ή μη των λευκών ψηφοδελτίων παρέλκει.
Διότι δεν είναι δυνατόν να αποτελεί λόγο ακυρώσεως μιας εκλογικής διαδικασίας η μη ύπαρξη λευκών ψηφοδελτίων στα εκλογικά τμήματα, λευκά ψηφοδέλτια που επίσημα άλλωστε μας τα δίνει μαζί με όλα τ΄ άλλα η εφορευτική επιτροπή και εμείς να τα συναθροίζουμε με τα άκυρα για να αποκρύπτουμε προφανώς τον αριθμό τους, εξισώνοντας έτσι μια συνειδητή ψήφο με την ψήφο της “πλάκας”, την ψήφο του εκβιασμού, την ψήφο των περιθωριακών ή την ψήφο των ανήμπορων ή αγραμμάτων;
Αποτελεί αυτό σεβασμό του πολίτη και της λαϊκής κυριαρχίας;
Γιατί άραγε ο νομοθέτης να προέβλεψε την λευκή ψήφο ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της ψηφοφορίας και κατ’ επέκτασιν εγκυρότητος της όποιας εκλογικής διαδικασίας;
Ποιο είναι το περιεχόμενο αλλά και το δικαίωμα που παρέχει ο νομοθέτης στον ψηφοφόρο να εκφρασθεί μέσω της λευκής του ψήφου;
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Η δημοκρατία για να λειτουργήσει σωστά και αποτελεσματικά χρειάζεται, όπως και η βουλή την αντιπολίτευσή της.
Χρειάζεται να νοιώθει την ανάσα της πίσω της, την δυνατότητα αμφισβητήσεως της κυριαρχίας της μπροστά της, τον φόβο της ανατροπής των υφισταμένων κομματικών σχηματισμών δίπλα της.
Το ρόλο αυτής της αντιπολιτεύσεως αναγνωρίζει ο νομοθέτης στο ανώνυμο και χωρίς φωνή κόμμα των λευκών ψηφοδελτίων, το οποίο βεβαίως και θα πρέπει να εκπροσωπείται με τις αδιάθετες έδρες που θα είναι όμως παρούσες με τα βαμμένα λευκά έδρανα στη βουλή, πράγμα όχι και τόσο τραγικό για την λειτουργία της δημοκρατίας, τα οποία όμως θα αποτελούν συνεχή υπενθύμιση, απαραίτητη για να συνετίζει από τις ακρότητες και κόμματα και πολιτικούς.
Έτσι η δημοκρατία θα θωρακίζεται έναντι οποιασδήποτε προσπάθειας ανατροπής της.
Το δημοκρατικό πολίτευμα έχει τεράστιες αντοχές αλλά και αυτορρυθμίσεις που μπορούν να αντέξουν τις όποιες προσπάθειες ανατροπής του.
Αυτές της τις αδυναμίες ας τις κάνουμε λοιπόν δύναμη αυτοσυντηρήσεως και προοπτικής.
Επειδή όμως το θέμα μας απασχόλησε και σε άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε στον επαρχιακό τύπο, κάποιοι, ακόμα και βουλευτές διεφώνησαν μαζί μας με το επιχείρημα ότι δεν μπορούν να προσμετρηθούν , αν και έγκυρα, τα λευκά ψηφοδέλτια στη διανομή των εδρών, διότι αποτελούν αρνητική και όχι θετική ψήφο, πράγμα άλλωστε που θα μπορούσαν πολλοί να υποστηρίξουν.
Όμως αγαπητοί φίλοι, γιατί μετριόνται ως έγκυρα τα λευκά ψηφοδέλτια στις όποιες ψηφοφορίες στη βουλή;
Γιατί θα πρέπει προς τους βουλευτές να επιφυλάσσουμε ειδική μεταχείριση έναντι των άλλων ψηφοφόρων;
Γιατί μετράει θετικά η αρνητική ψήφος στα εκάστοτε δημοψηφίσματα, μέσω των οποίων εγκρίνονται ή απορρίπτονται καίρια για τα συμφέροντα των λαών ζητήματα;
Το πρόσφατο άλλωστε παράδειγμα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, που συνδέεται άμεσα με την αποδοκιμασία εισόδου στην Ε.Ε. της γείτονος, μας το επιβεβαιώνει.
Επί τέλους ας ισχύσει για όλες τις ψηφοφορίες αυτά που ισχύουν και στη βουλή ακόμα και στο θέμα της υποχρεωτικής ψηφοφορίας, η οποία πρέπει άμεσα να καταργηθεί..
Η ψήφος αποτελεί δικαίωμα των ψηφοφόρων και όπως όλοι γνωρίζουμε η άσκησις του ή μη εναπόκειται στη χωρίς περιορισμούς διακριτική επιθυμία του δικαιούχου, δικαίωμα που το αναγνωρίζουμε και στους βουλευτές. Όλοι άλλωστε θυμόμαστε το “ΠΑΡΟΝ ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ”
Μην φαλκιδεύουμε λοιπόν αυτό τους το ύψιστο κατ΄ εμέ δικαίωμα και ας αφήσουμε την άσκησή του ή μη στη διακριτική επιθυμία του δικαιούχου,
Διότι με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο το έχουμε καταντήσει από δικαίωμα ψήφου σε υποχρέωση προς ψηφοφορίαν με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σ’ αυτή λοιπόν τη βάση θα πρέπει οριστικά να λυθεί με κυβερνητική πρωτοβουλία η τροποποίηση του εκλογικού νόμου, ως προς την υποχρεωτική ψηφοφορία, αλλά κυρίως ως προς την εγκυρότητα και προσμέτρηση στη διανομή των εδρών, λευκών ψηφοδελτίων, διαφορετικά δε έχουν λόγο υπάρξεως. Προκειμένου να τα πετάμε αναρίθμητα, ευτελίζοντάς τα στη “χαβούζα” των ακύρων, ας έχουμε το πολιτικό θάρρος να τα καταργήσουμε από όλες τις ψηφοφορίες, δίνοντας τέρμα στην μαζική μέχρι υστερίας υποκρισία, του πολιτικού κόσμου, αλλά και στους φόβους που τους προκαλεί ο κίνδυνος ……..ανατροπής τους. Η δημοκρατία δεν μπορεί να ασκείται, αζημίωτα για την ίδια, με τέτοιου είδους εκπτώσεις.
Ας τολμήσουμε λοιπόν.
Η απόφαση του δικαστή που ύψωσε το ανάστημά του ενάντια στην περισσή υποκρισία των διαφωνούντων, μας δείχνει τον δρόμο, αλλά και μας γεμίζει ελπίδες για “να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα”, όπως λέει και το μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη.
Το δεδικασμένο που ήδη εδημιούργησε, στις επόμενες εκλογές θα σχηματίσει χιονοστιβάδα ενστάσεων που θα αμφισβητήσουν στην πράξει το εκλογικό αποτέλεσμα με όλες τις συνέπειες.
Γι΄ αυτό έχουμε υποχρέωση και μπορούμε να τ΄ αλλάξουμε όλα, αν αντέχουμε την πραγματικότητα και μαχώμεθα τον στρουθοκαμηλισμό.
Μπορούμε, όμως, σημαίνει θέλουμε. Θέλουμε τώρα, χωρίς να ρίχνουμε την μπάλα στο μέλλον.
Τελειώνοντας κ. πρόεδρε, θα ήθελα να συμφωνήσω, έστω και με βαριά καρδιά, με την πρωτοβουλία σας να επισκεφθείτε τον Αϊ-Στράτη, μέσα στα πλαίσια της εθνικής συμφιλιώσεως, ως τόπο εξορίας των κομμουνιστών.
Όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε κ. πρόεδρε, η εθνική συμφιλίωση δεν επιτυγχάνεται με επιλεκτικές μνήμες και μονόπλευρες τιμές.
Οι ψυχές των ξεχασμένων - αξέχαστων νεκρών αγωνιστών της ελευθερίας του Έθνους, που θυσιαζόμενοι προσέφεραν τότε, το δικό τους μέλλον για το δικό μας ελεύθερο σήμερα, περιμένουν να τις δικαιώσετε, τιμώντας έργω τους τόπους και τους βωμούς της ηρωικής τους θυσίας.
Ευχαριστώ.
MΑΚΗΣ ΠΑΤΣΙΟΓΙΑΝΝΗΣ-ΓΕΩΠΟΝΟΣ-ΤΡΙΠΟΛΙΣ
Mέλος της Κ.Ε. ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έρευνα της Βουλής για το Λευκό σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία και Βρεττανία
Η λευκή ψήφος στις βουλευτικές εκλογές της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου
Η σημασία που η κάθε έννομη τάξη αποδίδει στη λευκή ψήφο προκύπτει από την νομική αντιμετώπιση των λευκών ψηφοδελτίων. Ετσι, η παντελής απουσία σχετικής ρύθμισης και η συνακόλουθη εξομοίωσή τους με τα άκυρα ψηφοδέλτια δηλώνει σαφέστατα απαξίωση και αποκλεισμό της λευκής ψήφου. Η πρόβλεψη χωριστής καταμέτρησής τους, ή έστω απλής προσάρτησής τους στο πρακτικό της εκλογής, – και συνεπώς και προηγούμενης διανομής τους – παρέχει, αντίθετα, δυνατότητα έκφρασης ψήφου αποδοκιμασίας του συνόλου των προτεινόμενων πολιτικών επιλογών. Η ψήφος όμως αυτή δεν είναι και ψήφος ανατρεπτική, εφόσον τελικά τα λευκά ψηφοδέλτια δεν συνυπολογίζονται για την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος.
Ειδικότερα:
Ι. Στην Ιταλία:
Οι βασικές διατάξεις που διέπουν την εκλογή των βουλευτών (deputati) περιέχονται στο ενιαίο κείμενο του πδ 361/1957, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, ιδίως με τον νόμο 277/1993 και το εκτελεστικό του πδ 14/1994.
Σημαντική καινοτομία του νόμου αυτού, η καθιέρωση μικτού, πλειοψηφικού για 475 από τους συνολικά 630 βουλευτές, εκλογικού συστήματος, -αντί του προϊσχύσαντος αμιγώς αναλογικού-, και διπλής ψηφοφορίας με δύο διαφορετικά ψηφοδέλτια (schede) και δύο κάλπες.
Κατά την διαλογή των ψήφων (scrutinio), ψηφοδέλτιο της μιας ή της άλλης κατηγορίας που “δεν περιέχει καμιά έκφραση ψήφου”1, σφραγίζεται αμέσως στο πίσω μέρος του από την εφορευτική επιτροπή2 και καταγράφεται σε ειδική στήλη του σχετικού πρακτικού. Την χωριστή αυτή καταγραφή προϋποθέτει η παρ. 7 του άρθρου 68 του πδ 361/1957 που ορίζει ότι, μόλις τελειώσει η διαλογή, ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής “επιβεβαιώνει προσωπικά την αριθμητική αντιστοιχία των ψηφίων που έχουν σημειωθεί στις διάφορες στήλες του πρακτικού με τον αριθμό ... των λευκών ψηφοδελτίων (schede bianche), ..., επαληθεύοντας τη συμφωνία των δεδομένων, τα διαβάζει δημόσια και τα πιστοποιεί ρητά στο πρακτικό”3. Παρόμοια είναι η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 4 του πδ. 104/2003, εκτελεστικού του ν. 459/2001 που ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τους ιταλούς πολίτες του εξωτερικού. Η παρ. 3 του ίδιου άρθρου ρητά προβλέπει, εξάλλου, καταχώρηση των λευκών ψηφοδελτίων στο πρακτικό της εκλογής.
Η ιταλική εκλογική νομοθεσία προβλέπει, συνεπώς, δυνατότητα έκφρασης λευκής ψήφου με τα διανεμόμενα έντυπα ψηφοδέλτια. Τα “λευκά” αυτά ψηφοδέλτια δεν επηρεάζουν όμως το εκλογικό αποτέλεσμα, αφού δεν συμπεριλαμβάνονται στα έγκυρα που, μόνα αυτά, εκφράζουν τις κρίσιμες “έγκυρες ψήφους” (voti validi)45.
ΙΙ. Στη Γαλλία:
Το Σύνταγμα του 1958 ορίζει στο άρθρο 24 πως το Κοινοβούλιο, κατά το πρότυπο του δικαμεραλισμού, περιλαμβάνει δύο αντιπροσωπευτικά σώματα, συγκροτούμενα από τους εκπροσώπους που αναδεικνύει το εκλογικό σώμα κατά τις σχετικές εκλογές. Έτσι, η μεν Εθνοσυνέλευση (Αssemblée Νationale) συγκροτείται από βουλευτές που εκλέγονται με καθολική και άμεση ψηφοφορία, η δε Γερουσία (Sénat), συγκροτείται από γερουσιαστές που εκλέγονται με καθολική και έμμεση ψηφοφορία. Κατ΄ εξουσιοδότηση του συντακτικού νομοθέτη (άρθρ. 25 του Συντάγματος), ο κοινός νομοθέτης ρυθμίζει ειδικότερα τα σχετικά με τις εκλογές για την ανάδειξη των βουλευτών και των γερουσιαστών με οργανικό νόμο, οι διατάξεις του οποίου έχουν ενσωματωθεί στον Εκλογικό Κώδικα (Code Électoral).
Ειδικά ως προς τις λευκές ψήφους, στον Εκλογικό Κώδικα, που αποτελείται από δύο μέρη, το Νομοθετικό Μέρος (Partie Législative) και το Κανονιστικό Μέρος (Partie Réglementaire – Décrets en Conseil d’ Etat), αναφέρονται τα ακόλουθα άρθρα:
1. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ (PARTIE LÉGISLATIVE)
A. ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ (ASSEMBLÉE NATIONALE)
Στο Νομοθετικό Μέρος, Βιβλίο Πρώτο (Livre I – Élection des Députés, des Conseillers Généraux et des Conseillers Municipaux des départements), Τίτλος Πρώτος, (Titre I – Dispositions communes à l’ élection des députés, des conseillers généraux et des conseillers municipaux), Κεφάλαιο Έκτο, (Chapitre VI – Vote), Τμήμα Δεύτερο (Section II - Opérations de vote), και ειδικότερα στα άρθρα L 54 – L 70 του Τμήματος αυτού, προβλέπονται τα σχετικά με τη διαδικασία της ψηφοφορίας για την ανάδειξη των μελών της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ειδικά ότι σε εκλογικά τμήματα άνω των 3.500 εγγεγραμμένων εκλογέων, όπου η ψηφοφορία διεξάγεται με μηχανικά μέσα, τα μέσα αυτά της ψηφοφορίας, που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, πρέπει να επιτρέπουν την καταχώρηση λευκής ψήφου6.
Στα καταστήματα που η ψηφοφορία διεξήχθη με τον ανωτέρω τρόπο, με μηχανικά μέσα δηλαδή, ορίζεται περαιτέρω ότι μετά το πέρας της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος της Εφορευτικής Επιτροπής φανερώνει, εκτός από το άθροισμα των ψήφων που συγκέντρωσε κάθε λίστα ή κάθε υποψήφιος, και τον αριθμό των λευκών ψηφοδελτίων, κατά τρόπο που να επιτρέπει την ανάγνωσή του από τα μέλη της Επιτροπής, τους εκπροσώπους των υποψηφίων βουλευτών και των παρόντων εκλογέων7.
Οι λευκές ψήφοι δεν συνυπολογίζονται στην εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος. Προσαρτώνται στα Πρακτικά Ψηφοφορίας, με σχετική σημείωση για τον λόγο της προσάρτησής τους σε αυτά8.
B. ΓΕΡΟΥΣΙΑ (SÉNAT)
Στη διαδικασία της ψηφοφορίας για την ανάδειξη των γερουσιαστών αναφέρονται τα άρθρα L 294 – LO 325, Βιβλίο Δεύτερο (Livre II – Élection des Sénateurs des départments), Tίτλος Tέταρτος (Titre IV – Élection des Sénateurs), του Νομοθετικού Μέρους του Εκλογικού Κώδικα, και ειδικότερα τα άρθρα L 312 – L 318 του Εβδόμου Κεφαλαίου (Chapitre VII – Opérations de vote). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου L 313, στα εκλογικά τμήματα άνω των 3.500 εγγεγραμμένων εκλογέων, όπου η ψηφοφορία διεξάγεται με μηχανικά μέσα, τα μέσα αυτά πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου L 57 – 1 (βλ. ανωτέρω), δηλαδή πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα καταχώρησης λευκού ψηφοδελτίου στο μηχάνημα ψηφοφορίας. Περαιτέρω, το άρθρο L 316 ορίζει πως και στις εκλογές για την ανάδειξη των γερουσιαστών εφαρμόζονται οι διατάξεις L 43, L 63 – L 67, L 69 και L 70. Επομένως, ως προς τα λευκά ψηφοδέλτια ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών της Εθνοσυνέλευσης, τα λευκά ψηφοδέλτια, δηλαδή, δεν συνυπολογίζονται στην εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος.
2. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ (PARTIE REGLEMENTAIRE – DECRETS EN CONSEIL D’ ETAT)
Ειδική διάταξη για τα λευκά ψηφοδέλτια ισχύει ως προς τις εκλογές για την ανάδειξη των γερουσιαστών. Σχετικά το άρθρο R 170 του Κανονιστικού Μέρους (Partie Réglementaire – Décrets en Conseil d’ Etat) του γαλλικού Εκλογικού Κώδικα προβλέπει ότι οι λευκές ψήφοι θεωρούνται άκυρες και δεν προσμετρώνται στο εκλογικό αποτέλεσμα9.
Συμπερασματικά, στη Γαλλία οι λευκές ψήφοι παραδοσιακά10 δεν συνυπολογίζονται μεταξύ των εγκύρων ψήφων για την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος. Κατά τούτο εξομοιώνονται προς τις άκυρες ψήφους. Αντιδιαστέλλονται, από την άλλη πλευρά, προς τις τελευταίες, καθώς επιτρέπουν στον εκλογέα να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα δηλώνοντας ταυτόχρονα σαφώς πως δεν επιθυμεί να στηρίξει δια της ψήφου του καμιά από τις προτεινόμενες πολιτικές επιλογές.
Η μεταβολή της ισχύουσας νομοθετικής μεταχείρισης της λευκής ψήφου, η οποία όχι μόνον την εξομοιώνει προς την άκυρη αλλά και δεν την καθιστά αντικείμενο χωριστής καταμέτρησης, αποτέλεσε ήδη από το 1880 στόχο μεγάλου αριθμού κοινοβουλευτικών πρωτοβουλιών11. Η πιο πρόσφατη πρόταση για την αναγνώριση της λευκής ψήφου κατατέθηκε την 18η Δεκεμβρίου 2002 από τους βουλευτές Jean – Pierre Abelin, Pierre Albertini, Hervé Morin και άλλα μέλη της ομάδας UDF (Union pour la Démocratie Française), καθώς και συνεργαζόμενους με αυτούς βουλευτές12. Η αναγνώριση της λευκής ψήφου, όμως, ως έγκυρης προσκρούει καταρχάς σε αντιρρήσεις ως προς το σκόπιμο της καθιέρωσής της στις προεδρικές εκλογές, όπου ένα μεγάλο ποσοστό λευκών ψήφων προσμετρημένο για τον προσδιορισμό της απόλυτης πλειοψηφίας θα οδηγούσε σε αδιέξοδο, καθώς θα δυσχέραινε την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας τόσο κατά τον πρώτο γύρο των εκλογών όσο και κατά τον δεύτερο γύρο των εκλογών, όπου ο υποψήφιος δύσκολα θα συγκέντρωνε την απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων13. Ομοίως υποστηρίζεται ότι θα συνέβαινε και στις βουλευτικές εκλογές, αφού ο συνυπολογισμός ως εγκύρων των λευκών ψηφοδελτίων, κατά το πλειοψηφικό σύστημα των δύο γύρων, θα ανύψωνε τον απαιτούμενο αριθμό για τη συγκέντρωση της απόλυτης πλειοψηφίας σε τέτοια επίπεδα που να απαιτείται τις περισσότερες φορές και δεύτερος γύρος εκλογών προκειμένου να εκλεγεί κάποιος βουλευτής14. Σχετικά είναι και τα επιχειρήματα για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και της νομιμοποίησης ενός βουλευτή εκλεγμένου με ποσοστό κατώτερο του 50%15.
Έτσι, κατά τη συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής για τους συνταγματικούς νόμους, τη νομοθεσία και τη γενική διοίκηση της Δημοκρατίας (Commision des lois constitutionelles, de la législation et de l’ administration générale de la République) της 30.1.2003, συζητήθηκε η ανωτέρω πρόταση και έγινε δεκτή εν μέρει16, πλην όμως στη συνέχεια αναπέμφθηκε στην ίδια Επιτροπή.
ΙΙΙ. Στη Γερμανία:
Σύμφωνα με τον Ομοσπονδιακό Εκλογικό Νόμο της Γερμανίας (Bundeswahlgesetz, BWG)17, τα μέλη της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής (Deutscher Bundestag) αναδεικνύονται μέσα από τις εθνικές εκλογές (άρ. 1 BWG), που διεξάγονται στην εδαφική επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Bundesrepublik Deutschland) κάθε τέσσερα χρόνια.
Το εκλογικό σύστημα στις εκλογές αυτές είναι μικτό. Συνδυάζει το στοιχείο της πλειοψηφικής ψήφου μέσω της προσωπικής εκλογής των υποψηφίων και την αρχή της αναλογικής εκπροσώπησης.
Ειδικότερα, κάθε ψηφοφόρος έχει δικαίωμα δύο ψήφων (Stimmen) : Η πρώτη ψήφος (Erststimme) είναι για την προσωπική εκλογή ενός υποψηφίου, που εκπροσωπεί μία εκλογική περιφέρεια (Kreiswahlvorschlaege) (ο υποψήφιος, στην περίπτωση αυτή ονομάζεται Wahlkreisabgeordnete)18 και η δεύτερη ψήφος (Zweitstimme) είναι για την εκλογή μίας Λίστας Ομόσπονδου Κρατιδίου (Landeswahlvorschlaege – Landeslisten)19 (άρ. 4 BWG).
Την ημέρα της διεξαγωγής των εκλογών (Tag der Hauptwahl – Wahltag) οι πολίτες που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους (Waehlerverzeichnis) κάθε εκλογικής περιφέρειας (Wahlbericht) είτε προσέρχονται στους χώρους των εκλογών, προκειμένου να ρίξουν το ψηφοδέλτιό τους (Stimmzettel) στις κάλπες [ή να ψηφίσουν μέσω των ειδικών εκλογικών μηχανών (Wahlgeraete)], είτε αποστέλλουν την ψήφο τους με το ταχυδρομείο (Briefwahl)20.
Σύμφωνα με το άρ. 30 BWG, μοιράζονται ψηφοδέλτια (Stimmzettel) μίας μόνο μορφής. Συγκεκριμένα, κάθε ψηφοδέλτιο περιλαμβάνει : α) αφ’ ενός μεν για την εκλογή των υποψηφίων των εκλογικών περιφερειών, τα ονόματα των υποψηφίων, β) αφ’ ετέρου, δε, για την εκλογή με Λίστες Ομόσπονδων Κρατιδίων, τα ονόματα των κομμάτων και τα ονόματα των πέντε πρώτων υποψηφίων των Λιστών.
Καμία διάταξη του Εκλογικού Νόμου δεν αναφέρεται στα λευκά ψηφοδέλτια ως ξεχωριστή κατηγορία. Η λευκή ψήφος κατά την ουσιαστική της έννοια (τη δυνατότητα, δηλαδή, απόρριψης, εκ μέρους του εκλογέα, του συνόλου των προτεινομένων υποψηφιοτήτων21), θεωρείται στο γερμανικό εκλογικό σύστημα άκυρη ψήφος.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 34, 35 και 36 (που αφορούν τη διαδικασία για την ψηφοφορία με ψηφοδέλτια, εκλογικές μηχανές και επιστολικές ψήφους, αντίστοιχα), προκειμένου να είναι έγκυρη η ψήφος κάθε εκλογέα, ο τελευταίος πρέπει να έχει σημειώσει ένα σταυρό (ή άλλο διακριτικό σημείο, που φανερώνει με σαφήνεια τη βούληση ψήφου του), στη μεν πρώτη ψήφο του, δίπλα στο όνομα του υποψηφίου μέλους του Κοινοβουλίου, που επιθυμεί να ψηφίσει, στη δε δεύτερη ψήφο του, δίπλα στη Λίστα του Ομόσπονδου Κρατιδίου, που επιθυμεί να ψηφίσει.
Άκυρες (ungueltig) (άρ. 39 BWG) θεωρούνται οι ψήφοι -και καταχωρούνται ως τέτοιες αδιακρίτως κατά την καταμέτρηση-, όταν, μεταξύ άλλων22, το ψηφοδέλτιο δεν φέρει σταυρό (ή άλλο διακριτικό σημείο, που φανερώνει τη βούληση ψήφου του εκλογέα) και, γενικότερα, όταν δεν απεικονίζει αναμφισβήτητα τη βούληση ψήφου του εκλογέα.
Επομένως, ο Εκλογικός Νόμος δεν αναγνωρίζει ρητά στους ψηφοφόρους το δικαίωμα να μην ψηφίσουν κανέναν υποψήφιο ή καμία Λίστα υποψηφίων, να απορρίψουν, δηλαδή, όλες τις προτεινόμενες πολιτικές επιλογές. Είτε θα εκφράσουν ρητά τη βούλησή τους για την εκλογή αυτών, είτε, σε αντίθετη περίπτωση, η ψήφος τους καθίσταται άκυρη23. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ψήφος στο γερμανικό εκλογικό σύστημα δεν είναι υποχρεωτική, γεγονός που προσφέρει στους εκλογείς τη δυνατότητα της αποχής ως τρόπο έκφρασης της απόρριψης εκ μέρους τους του συνόλου των πολιτικών επιλογών.
Συμπερασματικά, στη γερμανική εκλογική νομοθεσία, η λευκή ψήφος ουσία (απόρριψη του συνόλου των προτεινομένων πολιτικών επιλογών) θεωρείται άκυρη. Η λευκή ψήφος τύποις (λευκό ψηφοδέλτιο) δεν υφίσταται24.
ΙV. Στο Ηνωμένο Βασίλειο
1. Γενικά
Στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπάρχει ενιαίος εκλογικός νόμος (Single Elections Act). Η εκλογική διαδικασία διέπεται αποσπασματικά από τις διατάξεις μεμονωμένων ρυθμίσεων. Ενδεικτικά αναφέρονται οι νόμοι περί “Εθνικής Αντιπροσωπίας” ή “Αντιπροσώπευσης του Λαού” (Representation of the People Act 1983, 1985, 2000) καθώς και ο νόμος περί “Πολιτικών Κομμάτων, Εκλογών και Δημοψηφισμάτων” (Political Parties, Elections and Referendums Act 2000 Chapter 41).25
Το Βρετανικό εκλογικό σύστημα είναι πλειοψηφικό. Σε μονοεδρικές περιφέρειες εκλέγεται ο υποψήφιος με τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων (First Past the Post – FPTP).26 Επιγραμματικά, τo σύστημα αυτό συνδέεται με την ανάδειξη μονοκομματικών κυβερνήσεων, με την συνοχή της αντιπολιτευτικής πρακτικής, την αμεσότερη σύνδεση του υποψηφίου με συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αλλά και με τον κοινοβουλευτικό αποκλεισμό των “τρίτων κομμάτων” (third parties - δυσαναλογία μεταξύ ψήφων και εδρών).27 Στο πλειοψηφικό σύστημα, η απλοποίηση της αντίθεσης ανάμεσα στην πλειοψηφία και τη μειοψηφία είναι προτιμότερη από τα πολιτικά πλεονεκτήματα της ισομερούς, αναλογικής εκλογικής εκπροσώπησης (fair representation – equity).28
2. “Λευκή Ψήφος”
Η ψήφος στις εθνικές εκλογές δεν είναι υποχρεωτική. Κατά την εκλογική διαδικασία δεν διανέμεται λευκό ψηφοδέλτιο. Ο τύπος του ψηφοδελτίου είναι κοινός σε κάθε εκλογική περιφέρεια και περιλαμβάνει μόνο τα ονόματα των αντίστοιχων υποψηφίων. Αρμόδια για το σχεδιασμό των ψηφοδελτίων (ballot paper design) και την ανασκόπηση εκλογικών και πολιτικών θεμάτων είναι η Εκλογική Επιτροπή (Electoral Commission), η οποία συστάθηκε το 200029 από το Βρετανικό Κοινοβούλιο και υφίσταται ως ανεξάρτητος από τα κόμματα και την κυβέρνηση οργανισμός.
Στο πλειοψηφικό σύστημα ο ξεχωριστός χαρακτήρας της λευκής ψήφου (έτσι όπως ορίζεται στα αναλογικά συστήματα) συγχωνεύεται σημασιολογικά τόσο με την άκυρη ψήφο όσο και με τα ποσοστά αποχής. Και στις δύο περιπτώσεις ως “λευκή” θεωρείται η ψήφος που δεν εκφράζει σαφή επιλογή υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου30. Στην σχετική ορολογία η λευκή ψήφος αναφέρεται ως “χαμένη” ή “κατεστραμμένη” ψήφος (wasted vote, spoiled ballot, blank vote), ενώ δύναται να ερμηνευθεί γενικά (έστω και υπό την μορφή της αποχής) ως στάση διαμαρτυρίας.
Στο βαθμό που η λευκή ψήφος αντιμετωπίζεται όπως η αποχή (αναλόγως του κοινού παρανομαστή εξομοίωσης, πχ. ως στάση διαμαρτυρίας ή πολιτική απάθεια), κύριο μέλημα των πρόσφατων προτεινόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων είναι η ενίσχυση της συμμετοχής στις εκλογές31. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το ποσοστό συμμετοχής (turnout) στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές το 2001 άγγιξε μόλις το 59,4% (71,6% το 1997) και ήταν το χαμηλότερο από τις εθνικές εκλογές του 191832.
Κύρια πρόταση της Εκλογικής Επιτροπής είναι η προσθήκη στο ψηφοδέλτιο μιας επιπλέον δυνατότητας “μη επιλογής” κανενός από τους υποψηφίους (“none of the above”), με κύριο στόχο την καταγραφή αλλά και την δυνατότητα έκφρασης της αρνητικής συμμετοχής.
3. Παρατήρηση
Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς την επίδραση και τη σημασία της αποχής, της άκυρης και της λευκής ψήφου και οι τρεις εκδοχές αποτελούν εκδήλωση της ελεύθερης εκλογικής συμπεριφοράς και της αντιπροσωπευτικότητας του πολιτικού συστήματος. Ιστορικές αλλά και σύγχρονες εμπειρίες ποσοστών συμμετοχής που πλησιάζουν το 100% κινούνται εύλογα σε αντίθετη κατεύθυνση. Από την άλλη, θα ήταν λάθος να υποτεθεί ότι τα ποσοστά αποχής και ο αριθμός άκυρων ή λευκών ψηφοδελτίων αποτελούν από μόνα τους επαρκείς ενδείξεις δημοκρατικότητας και ελευθερίας των επιλογών. Συχνά συνδέονται αιτιακά με συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές.
Ανακεφαλαιώνοντας:
Μόνο στην Ιταλία αναγνωρίζονται από τον νομοθέτη τα λευκά ψηφοδέλτια ως ιδιαίτερη κατηγορία. Στη Γαλλία η εκφρασμένη λευκή ψήφος θεωρείται άκυρη. Στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παρέχεται η δυνατότητα έκφρασής της.
Αθήνα, 6 Αυγούστου 2004
Οι συνεργάτες του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής
-για την Ιταλία: Ανδρέας Κούνδουρος,
-για τη Γαλλία: Δημήτρης Κανελλόπουλος και Γεωργία Μακροπούλου,
-για τη Γερμανία: Μαριάνθη Γ. Καλυβιώτου,
-για το Ηνωμένο Βασίλειο: Αλέκος Κουτσογιάννης και Ελίνα Κανελλοπούλου.
Η σημασία που η κάθε έννομη τάξη αποδίδει στη λευκή ψήφο προκύπτει από την νομική αντιμετώπιση των λευκών ψηφοδελτίων. Ετσι, η παντελής απουσία σχετικής ρύθμισης και η συνακόλουθη εξομοίωσή τους με τα άκυρα ψηφοδέλτια δηλώνει σαφέστατα απαξίωση και αποκλεισμό της λευκής ψήφου. Η πρόβλεψη χωριστής καταμέτρησής τους, ή έστω απλής προσάρτησής τους στο πρακτικό της εκλογής, – και συνεπώς και προηγούμενης διανομής τους – παρέχει, αντίθετα, δυνατότητα έκφρασης ψήφου αποδοκιμασίας του συνόλου των προτεινόμενων πολιτικών επιλογών. Η ψήφος όμως αυτή δεν είναι και ψήφος ανατρεπτική, εφόσον τελικά τα λευκά ψηφοδέλτια δεν συνυπολογίζονται για την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος.
Ειδικότερα:
Ι. Στην Ιταλία:
Οι βασικές διατάξεις που διέπουν την εκλογή των βουλευτών (deputati) περιέχονται στο ενιαίο κείμενο του πδ 361/1957, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, ιδίως με τον νόμο 277/1993 και το εκτελεστικό του πδ 14/1994.
Σημαντική καινοτομία του νόμου αυτού, η καθιέρωση μικτού, πλειοψηφικού για 475 από τους συνολικά 630 βουλευτές, εκλογικού συστήματος, -αντί του προϊσχύσαντος αμιγώς αναλογικού-, και διπλής ψηφοφορίας με δύο διαφορετικά ψηφοδέλτια (schede) και δύο κάλπες.
Κατά την διαλογή των ψήφων (scrutinio), ψηφοδέλτιο της μιας ή της άλλης κατηγορίας που “δεν περιέχει καμιά έκφραση ψήφου”1, σφραγίζεται αμέσως στο πίσω μέρος του από την εφορευτική επιτροπή2 και καταγράφεται σε ειδική στήλη του σχετικού πρακτικού. Την χωριστή αυτή καταγραφή προϋποθέτει η παρ. 7 του άρθρου 68 του πδ 361/1957 που ορίζει ότι, μόλις τελειώσει η διαλογή, ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής “επιβεβαιώνει προσωπικά την αριθμητική αντιστοιχία των ψηφίων που έχουν σημειωθεί στις διάφορες στήλες του πρακτικού με τον αριθμό ... των λευκών ψηφοδελτίων (schede bianche), ..., επαληθεύοντας τη συμφωνία των δεδομένων, τα διαβάζει δημόσια και τα πιστοποιεί ρητά στο πρακτικό”3. Παρόμοια είναι η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 4 του πδ. 104/2003, εκτελεστικού του ν. 459/2001 που ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τους ιταλούς πολίτες του εξωτερικού. Η παρ. 3 του ίδιου άρθρου ρητά προβλέπει, εξάλλου, καταχώρηση των λευκών ψηφοδελτίων στο πρακτικό της εκλογής.
Η ιταλική εκλογική νομοθεσία προβλέπει, συνεπώς, δυνατότητα έκφρασης λευκής ψήφου με τα διανεμόμενα έντυπα ψηφοδέλτια. Τα “λευκά” αυτά ψηφοδέλτια δεν επηρεάζουν όμως το εκλογικό αποτέλεσμα, αφού δεν συμπεριλαμβάνονται στα έγκυρα που, μόνα αυτά, εκφράζουν τις κρίσιμες “έγκυρες ψήφους” (voti validi)45.
ΙΙ. Στη Γαλλία:
Το Σύνταγμα του 1958 ορίζει στο άρθρο 24 πως το Κοινοβούλιο, κατά το πρότυπο του δικαμεραλισμού, περιλαμβάνει δύο αντιπροσωπευτικά σώματα, συγκροτούμενα από τους εκπροσώπους που αναδεικνύει το εκλογικό σώμα κατά τις σχετικές εκλογές. Έτσι, η μεν Εθνοσυνέλευση (Αssemblée Νationale) συγκροτείται από βουλευτές που εκλέγονται με καθολική και άμεση ψηφοφορία, η δε Γερουσία (Sénat), συγκροτείται από γερουσιαστές που εκλέγονται με καθολική και έμμεση ψηφοφορία. Κατ΄ εξουσιοδότηση του συντακτικού νομοθέτη (άρθρ. 25 του Συντάγματος), ο κοινός νομοθέτης ρυθμίζει ειδικότερα τα σχετικά με τις εκλογές για την ανάδειξη των βουλευτών και των γερουσιαστών με οργανικό νόμο, οι διατάξεις του οποίου έχουν ενσωματωθεί στον Εκλογικό Κώδικα (Code Électoral).
Ειδικά ως προς τις λευκές ψήφους, στον Εκλογικό Κώδικα, που αποτελείται από δύο μέρη, το Νομοθετικό Μέρος (Partie Législative) και το Κανονιστικό Μέρος (Partie Réglementaire – Décrets en Conseil d’ Etat), αναφέρονται τα ακόλουθα άρθρα:
1. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ (PARTIE LÉGISLATIVE)
A. ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ (ASSEMBLÉE NATIONALE)
Στο Νομοθετικό Μέρος, Βιβλίο Πρώτο (Livre I – Élection des Députés, des Conseillers Généraux et des Conseillers Municipaux des départements), Τίτλος Πρώτος, (Titre I – Dispositions communes à l’ élection des députés, des conseillers généraux et des conseillers municipaux), Κεφάλαιο Έκτο, (Chapitre VI – Vote), Τμήμα Δεύτερο (Section II - Opérations de vote), και ειδικότερα στα άρθρα L 54 – L 70 του Τμήματος αυτού, προβλέπονται τα σχετικά με τη διαδικασία της ψηφοφορίας για την ανάδειξη των μελών της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ειδικά ότι σε εκλογικά τμήματα άνω των 3.500 εγγεγραμμένων εκλογέων, όπου η ψηφοφορία διεξάγεται με μηχανικά μέσα, τα μέσα αυτά της ψηφοφορίας, που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, πρέπει να επιτρέπουν την καταχώρηση λευκής ψήφου6.
Στα καταστήματα που η ψηφοφορία διεξήχθη με τον ανωτέρω τρόπο, με μηχανικά μέσα δηλαδή, ορίζεται περαιτέρω ότι μετά το πέρας της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος της Εφορευτικής Επιτροπής φανερώνει, εκτός από το άθροισμα των ψήφων που συγκέντρωσε κάθε λίστα ή κάθε υποψήφιος, και τον αριθμό των λευκών ψηφοδελτίων, κατά τρόπο που να επιτρέπει την ανάγνωσή του από τα μέλη της Επιτροπής, τους εκπροσώπους των υποψηφίων βουλευτών και των παρόντων εκλογέων7.
Οι λευκές ψήφοι δεν συνυπολογίζονται στην εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος. Προσαρτώνται στα Πρακτικά Ψηφοφορίας, με σχετική σημείωση για τον λόγο της προσάρτησής τους σε αυτά8.
B. ΓΕΡΟΥΣΙΑ (SÉNAT)
Στη διαδικασία της ψηφοφορίας για την ανάδειξη των γερουσιαστών αναφέρονται τα άρθρα L 294 – LO 325, Βιβλίο Δεύτερο (Livre II – Élection des Sénateurs des départments), Tίτλος Tέταρτος (Titre IV – Élection des Sénateurs), του Νομοθετικού Μέρους του Εκλογικού Κώδικα, και ειδικότερα τα άρθρα L 312 – L 318 του Εβδόμου Κεφαλαίου (Chapitre VII – Opérations de vote). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου L 313, στα εκλογικά τμήματα άνω των 3.500 εγγεγραμμένων εκλογέων, όπου η ψηφοφορία διεξάγεται με μηχανικά μέσα, τα μέσα αυτά πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου L 57 – 1 (βλ. ανωτέρω), δηλαδή πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα καταχώρησης λευκού ψηφοδελτίου στο μηχάνημα ψηφοφορίας. Περαιτέρω, το άρθρο L 316 ορίζει πως και στις εκλογές για την ανάδειξη των γερουσιαστών εφαρμόζονται οι διατάξεις L 43, L 63 – L 67, L 69 και L 70. Επομένως, ως προς τα λευκά ψηφοδέλτια ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών της Εθνοσυνέλευσης, τα λευκά ψηφοδέλτια, δηλαδή, δεν συνυπολογίζονται στην εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος.
2. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ (PARTIE REGLEMENTAIRE – DECRETS EN CONSEIL D’ ETAT)
Ειδική διάταξη για τα λευκά ψηφοδέλτια ισχύει ως προς τις εκλογές για την ανάδειξη των γερουσιαστών. Σχετικά το άρθρο R 170 του Κανονιστικού Μέρους (Partie Réglementaire – Décrets en Conseil d’ Etat) του γαλλικού Εκλογικού Κώδικα προβλέπει ότι οι λευκές ψήφοι θεωρούνται άκυρες και δεν προσμετρώνται στο εκλογικό αποτέλεσμα9.
Συμπερασματικά, στη Γαλλία οι λευκές ψήφοι παραδοσιακά10 δεν συνυπολογίζονται μεταξύ των εγκύρων ψήφων για την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος. Κατά τούτο εξομοιώνονται προς τις άκυρες ψήφους. Αντιδιαστέλλονται, από την άλλη πλευρά, προς τις τελευταίες, καθώς επιτρέπουν στον εκλογέα να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα δηλώνοντας ταυτόχρονα σαφώς πως δεν επιθυμεί να στηρίξει δια της ψήφου του καμιά από τις προτεινόμενες πολιτικές επιλογές.
Η μεταβολή της ισχύουσας νομοθετικής μεταχείρισης της λευκής ψήφου, η οποία όχι μόνον την εξομοιώνει προς την άκυρη αλλά και δεν την καθιστά αντικείμενο χωριστής καταμέτρησης, αποτέλεσε ήδη από το 1880 στόχο μεγάλου αριθμού κοινοβουλευτικών πρωτοβουλιών11. Η πιο πρόσφατη πρόταση για την αναγνώριση της λευκής ψήφου κατατέθηκε την 18η Δεκεμβρίου 2002 από τους βουλευτές Jean – Pierre Abelin, Pierre Albertini, Hervé Morin και άλλα μέλη της ομάδας UDF (Union pour la Démocratie Française), καθώς και συνεργαζόμενους με αυτούς βουλευτές12. Η αναγνώριση της λευκής ψήφου, όμως, ως έγκυρης προσκρούει καταρχάς σε αντιρρήσεις ως προς το σκόπιμο της καθιέρωσής της στις προεδρικές εκλογές, όπου ένα μεγάλο ποσοστό λευκών ψήφων προσμετρημένο για τον προσδιορισμό της απόλυτης πλειοψηφίας θα οδηγούσε σε αδιέξοδο, καθώς θα δυσχέραινε την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας τόσο κατά τον πρώτο γύρο των εκλογών όσο και κατά τον δεύτερο γύρο των εκλογών, όπου ο υποψήφιος δύσκολα θα συγκέντρωνε την απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων13. Ομοίως υποστηρίζεται ότι θα συνέβαινε και στις βουλευτικές εκλογές, αφού ο συνυπολογισμός ως εγκύρων των λευκών ψηφοδελτίων, κατά το πλειοψηφικό σύστημα των δύο γύρων, θα ανύψωνε τον απαιτούμενο αριθμό για τη συγκέντρωση της απόλυτης πλειοψηφίας σε τέτοια επίπεδα που να απαιτείται τις περισσότερες φορές και δεύτερος γύρος εκλογών προκειμένου να εκλεγεί κάποιος βουλευτής14. Σχετικά είναι και τα επιχειρήματα για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και της νομιμοποίησης ενός βουλευτή εκλεγμένου με ποσοστό κατώτερο του 50%15.
Έτσι, κατά τη συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής για τους συνταγματικούς νόμους, τη νομοθεσία και τη γενική διοίκηση της Δημοκρατίας (Commision des lois constitutionelles, de la législation et de l’ administration générale de la République) της 30.1.2003, συζητήθηκε η ανωτέρω πρόταση και έγινε δεκτή εν μέρει16, πλην όμως στη συνέχεια αναπέμφθηκε στην ίδια Επιτροπή.
ΙΙΙ. Στη Γερμανία:
Σύμφωνα με τον Ομοσπονδιακό Εκλογικό Νόμο της Γερμανίας (Bundeswahlgesetz, BWG)17, τα μέλη της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής (Deutscher Bundestag) αναδεικνύονται μέσα από τις εθνικές εκλογές (άρ. 1 BWG), που διεξάγονται στην εδαφική επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Bundesrepublik Deutschland) κάθε τέσσερα χρόνια.
Το εκλογικό σύστημα στις εκλογές αυτές είναι μικτό. Συνδυάζει το στοιχείο της πλειοψηφικής ψήφου μέσω της προσωπικής εκλογής των υποψηφίων και την αρχή της αναλογικής εκπροσώπησης.
Ειδικότερα, κάθε ψηφοφόρος έχει δικαίωμα δύο ψήφων (Stimmen) : Η πρώτη ψήφος (Erststimme) είναι για την προσωπική εκλογή ενός υποψηφίου, που εκπροσωπεί μία εκλογική περιφέρεια (Kreiswahlvorschlaege) (ο υποψήφιος, στην περίπτωση αυτή ονομάζεται Wahlkreisabgeordnete)18 και η δεύτερη ψήφος (Zweitstimme) είναι για την εκλογή μίας Λίστας Ομόσπονδου Κρατιδίου (Landeswahlvorschlaege – Landeslisten)19 (άρ. 4 BWG).
Την ημέρα της διεξαγωγής των εκλογών (Tag der Hauptwahl – Wahltag) οι πολίτες που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους (Waehlerverzeichnis) κάθε εκλογικής περιφέρειας (Wahlbericht) είτε προσέρχονται στους χώρους των εκλογών, προκειμένου να ρίξουν το ψηφοδέλτιό τους (Stimmzettel) στις κάλπες [ή να ψηφίσουν μέσω των ειδικών εκλογικών μηχανών (Wahlgeraete)], είτε αποστέλλουν την ψήφο τους με το ταχυδρομείο (Briefwahl)20.
Σύμφωνα με το άρ. 30 BWG, μοιράζονται ψηφοδέλτια (Stimmzettel) μίας μόνο μορφής. Συγκεκριμένα, κάθε ψηφοδέλτιο περιλαμβάνει : α) αφ’ ενός μεν για την εκλογή των υποψηφίων των εκλογικών περιφερειών, τα ονόματα των υποψηφίων, β) αφ’ ετέρου, δε, για την εκλογή με Λίστες Ομόσπονδων Κρατιδίων, τα ονόματα των κομμάτων και τα ονόματα των πέντε πρώτων υποψηφίων των Λιστών.
Καμία διάταξη του Εκλογικού Νόμου δεν αναφέρεται στα λευκά ψηφοδέλτια ως ξεχωριστή κατηγορία. Η λευκή ψήφος κατά την ουσιαστική της έννοια (τη δυνατότητα, δηλαδή, απόρριψης, εκ μέρους του εκλογέα, του συνόλου των προτεινομένων υποψηφιοτήτων21), θεωρείται στο γερμανικό εκλογικό σύστημα άκυρη ψήφος.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 34, 35 και 36 (που αφορούν τη διαδικασία για την ψηφοφορία με ψηφοδέλτια, εκλογικές μηχανές και επιστολικές ψήφους, αντίστοιχα), προκειμένου να είναι έγκυρη η ψήφος κάθε εκλογέα, ο τελευταίος πρέπει να έχει σημειώσει ένα σταυρό (ή άλλο διακριτικό σημείο, που φανερώνει με σαφήνεια τη βούληση ψήφου του), στη μεν πρώτη ψήφο του, δίπλα στο όνομα του υποψηφίου μέλους του Κοινοβουλίου, που επιθυμεί να ψηφίσει, στη δε δεύτερη ψήφο του, δίπλα στη Λίστα του Ομόσπονδου Κρατιδίου, που επιθυμεί να ψηφίσει.
Άκυρες (ungueltig) (άρ. 39 BWG) θεωρούνται οι ψήφοι -και καταχωρούνται ως τέτοιες αδιακρίτως κατά την καταμέτρηση-, όταν, μεταξύ άλλων22, το ψηφοδέλτιο δεν φέρει σταυρό (ή άλλο διακριτικό σημείο, που φανερώνει τη βούληση ψήφου του εκλογέα) και, γενικότερα, όταν δεν απεικονίζει αναμφισβήτητα τη βούληση ψήφου του εκλογέα.
Επομένως, ο Εκλογικός Νόμος δεν αναγνωρίζει ρητά στους ψηφοφόρους το δικαίωμα να μην ψηφίσουν κανέναν υποψήφιο ή καμία Λίστα υποψηφίων, να απορρίψουν, δηλαδή, όλες τις προτεινόμενες πολιτικές επιλογές. Είτε θα εκφράσουν ρητά τη βούλησή τους για την εκλογή αυτών, είτε, σε αντίθετη περίπτωση, η ψήφος τους καθίσταται άκυρη23. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ψήφος στο γερμανικό εκλογικό σύστημα δεν είναι υποχρεωτική, γεγονός που προσφέρει στους εκλογείς τη δυνατότητα της αποχής ως τρόπο έκφρασης της απόρριψης εκ μέρους τους του συνόλου των πολιτικών επιλογών.
Συμπερασματικά, στη γερμανική εκλογική νομοθεσία, η λευκή ψήφος ουσία (απόρριψη του συνόλου των προτεινομένων πολιτικών επιλογών) θεωρείται άκυρη. Η λευκή ψήφος τύποις (λευκό ψηφοδέλτιο) δεν υφίσταται24.
ΙV. Στο Ηνωμένο Βασίλειο
1. Γενικά
Στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπάρχει ενιαίος εκλογικός νόμος (Single Elections Act). Η εκλογική διαδικασία διέπεται αποσπασματικά από τις διατάξεις μεμονωμένων ρυθμίσεων. Ενδεικτικά αναφέρονται οι νόμοι περί “Εθνικής Αντιπροσωπίας” ή “Αντιπροσώπευσης του Λαού” (Representation of the People Act 1983, 1985, 2000) καθώς και ο νόμος περί “Πολιτικών Κομμάτων, Εκλογών και Δημοψηφισμάτων” (Political Parties, Elections and Referendums Act 2000 Chapter 41).25
Το Βρετανικό εκλογικό σύστημα είναι πλειοψηφικό. Σε μονοεδρικές περιφέρειες εκλέγεται ο υποψήφιος με τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων (First Past the Post – FPTP).26 Επιγραμματικά, τo σύστημα αυτό συνδέεται με την ανάδειξη μονοκομματικών κυβερνήσεων, με την συνοχή της αντιπολιτευτικής πρακτικής, την αμεσότερη σύνδεση του υποψηφίου με συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αλλά και με τον κοινοβουλευτικό αποκλεισμό των “τρίτων κομμάτων” (third parties - δυσαναλογία μεταξύ ψήφων και εδρών).27 Στο πλειοψηφικό σύστημα, η απλοποίηση της αντίθεσης ανάμεσα στην πλειοψηφία και τη μειοψηφία είναι προτιμότερη από τα πολιτικά πλεονεκτήματα της ισομερούς, αναλογικής εκλογικής εκπροσώπησης (fair representation – equity).28
2. “Λευκή Ψήφος”
Η ψήφος στις εθνικές εκλογές δεν είναι υποχρεωτική. Κατά την εκλογική διαδικασία δεν διανέμεται λευκό ψηφοδέλτιο. Ο τύπος του ψηφοδελτίου είναι κοινός σε κάθε εκλογική περιφέρεια και περιλαμβάνει μόνο τα ονόματα των αντίστοιχων υποψηφίων. Αρμόδια για το σχεδιασμό των ψηφοδελτίων (ballot paper design) και την ανασκόπηση εκλογικών και πολιτικών θεμάτων είναι η Εκλογική Επιτροπή (Electoral Commission), η οποία συστάθηκε το 200029 από το Βρετανικό Κοινοβούλιο και υφίσταται ως ανεξάρτητος από τα κόμματα και την κυβέρνηση οργανισμός.
Στο πλειοψηφικό σύστημα ο ξεχωριστός χαρακτήρας της λευκής ψήφου (έτσι όπως ορίζεται στα αναλογικά συστήματα) συγχωνεύεται σημασιολογικά τόσο με την άκυρη ψήφο όσο και με τα ποσοστά αποχής. Και στις δύο περιπτώσεις ως “λευκή” θεωρείται η ψήφος που δεν εκφράζει σαφή επιλογή υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου30. Στην σχετική ορολογία η λευκή ψήφος αναφέρεται ως “χαμένη” ή “κατεστραμμένη” ψήφος (wasted vote, spoiled ballot, blank vote), ενώ δύναται να ερμηνευθεί γενικά (έστω και υπό την μορφή της αποχής) ως στάση διαμαρτυρίας.
Στο βαθμό που η λευκή ψήφος αντιμετωπίζεται όπως η αποχή (αναλόγως του κοινού παρανομαστή εξομοίωσης, πχ. ως στάση διαμαρτυρίας ή πολιτική απάθεια), κύριο μέλημα των πρόσφατων προτεινόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων είναι η ενίσχυση της συμμετοχής στις εκλογές31. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το ποσοστό συμμετοχής (turnout) στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές το 2001 άγγιξε μόλις το 59,4% (71,6% το 1997) και ήταν το χαμηλότερο από τις εθνικές εκλογές του 191832.
Κύρια πρόταση της Εκλογικής Επιτροπής είναι η προσθήκη στο ψηφοδέλτιο μιας επιπλέον δυνατότητας “μη επιλογής” κανενός από τους υποψηφίους (“none of the above”), με κύριο στόχο την καταγραφή αλλά και την δυνατότητα έκφρασης της αρνητικής συμμετοχής.
3. Παρατήρηση
Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς την επίδραση και τη σημασία της αποχής, της άκυρης και της λευκής ψήφου και οι τρεις εκδοχές αποτελούν εκδήλωση της ελεύθερης εκλογικής συμπεριφοράς και της αντιπροσωπευτικότητας του πολιτικού συστήματος. Ιστορικές αλλά και σύγχρονες εμπειρίες ποσοστών συμμετοχής που πλησιάζουν το 100% κινούνται εύλογα σε αντίθετη κατεύθυνση. Από την άλλη, θα ήταν λάθος να υποτεθεί ότι τα ποσοστά αποχής και ο αριθμός άκυρων ή λευκών ψηφοδελτίων αποτελούν από μόνα τους επαρκείς ενδείξεις δημοκρατικότητας και ελευθερίας των επιλογών. Συχνά συνδέονται αιτιακά με συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές.
Ανακεφαλαιώνοντας:
Μόνο στην Ιταλία αναγνωρίζονται από τον νομοθέτη τα λευκά ψηφοδέλτια ως ιδιαίτερη κατηγορία. Στη Γαλλία η εκφρασμένη λευκή ψήφος θεωρείται άκυρη. Στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παρέχεται η δυνατότητα έκφρασής της.
Αθήνα, 6 Αυγούστου 2004
Οι συνεργάτες του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής
-για την Ιταλία: Ανδρέας Κούνδουρος,
-για τη Γαλλία: Δημήτρης Κανελλόπουλος και Γεωργία Μακροπούλου,
-για τη Γερμανία: Μαριάνθη Γ. Καλυβιώτου,
-για το Ηνωμένο Βασίλειο: Αλέκος Κουτσογιάννης και Ελίνα Κανελλοπούλου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)