Σχετικά με το δικαίωμα στη λευκή ψήφο και τι σημαίνει αυτή δημοσιεύτηκε η μελέτη του καθηγητή κ. Σωτηρέλη το 1988, καθώς το ζήτημα ήδη συζητιόταν εκτενώς και είχε ανακύψει από τις δημοτικές εκλογές του 1986. Σας παραθέτω την άποψη του κ. Σωτηρέλη, κυρίως μέσω μικρών αποσπασμάτων της μελέτης του (πρόκειται για ένα μικρό βιβλιαράκι των 55 σελίδων).
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
Το Δικαίωμα της Λευκής Ψήφου
Εκδ. Σάκκουλας, 1988.
Καθώς το Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 1) διέπεται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, κάθε πολίτης “έχει δικαίωμα συμμετοχής στις διαδικασίες συγκρότησης και άσκησης της κρατικής εξουσίας” (σελ. 12). Η εκλογική διαδικασία θεωρείται κορυφαία, αν και όχι μοναδική, εξ αυτών. Με αυτό το δεδομένο, προκύπτει
Ι. Η Θεσμική Ιδιαιτερότητα της Λευκής Ψήφου
1. Η Πολιτική Διάσταση της Λευκής Ψήφου
“Η λευκή ψήφος αποτελεί οπωσδήποτε δήλωση πολιτικής βούλησης. Το περιεχόμενό της είναι κατ’ αρχήν αρνητικό –ή και αποδοκιμαστικό– έναντι των προτεινόμενων πολιτικών επιλογών… Η άρνηση της επιλογής δεν υποδηλώνει όμως κατά κανόνα και άρνηση προς το ισχύον πολίτευμα…” (σελ. 13). Ακόμη και όταν δηλώνει άρνηση, όμως, η χρήση της δεν είναι πάντα απρόσφωρη για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
- Θετική ψήφος θεωρείται η λευκή όταν: α) οι υποψήφιοι είναι έμπρακτα δηλωμένοι κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, β) όταν υπάρχει ένας υποψήφιος ή αποπροσανατολιστικά ερωτήματα σε δημοψήφισμα, γ) όταν αποτελεί “την κορύφωση μιας έντονα κριτικής στάσης απέναντι σε εκφυλιστικά του πολιτεύματος συμπτώματα, ιδίως όταν αυτά απορρέουν από την πολιτική πρακτική των κομμάτων” (σελ. 15). Σε αυτή την περίπτωση η λευκή ψήφος είναι μια αποτελεσματική “φωνή διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης” (σελ. 16), και δ) όταν προκρίνεται ως γραμμή από (μικρά συνήθως) κόμματα ως διέξοδο απέναντι σε εκβιαστικά διλλήματα.
- Ψήφος αμφισβήτησης: Ακόμη και όταν η λευκή ψήφος δεν έρχεται ως κατάφαση του υπάρχοντος πολιτεύματος αλλά “αποτυπώνει πολιτικό λόγο ριζικής αμφισβήτησης της δομής και λειτουργίας του, ή ακόμη και του κοινωνικοπολιτικού συστήματος εν γένει” είναι επικοδομητική καθώς αναδεικνύει την “αναγκαιότητα ριζικών… αναπροσαρμογών, στην προοπτική ουσιαστικότερης… εφαρμογής της λαϊκής κυριαρχίας” (σελ. 17).
2. Η Τεχνική και Λειτουργική Αυτοτέλεια της Λευκής Ψήφου
- Η λευκή ψήφος δεν είναι άκυρη ψήφος. “Η άκυρη ψήφος πάσχει νομικά… διότι τεκμαίρεται ότι τα ψηφοδέλτια αυτά είναι δηλωτικά της ταυτότητας του ψηφοφόρου και άρα παραβιάζουν την συνταγματικά καθιερωμένη αρχή της μυστικής ψηφοφορίας” (σελ. 19) – στην περίπτωση της ηθελημένης ακυρότητας της ψήφου.
- Η λευκή ψήφος δεν σημαίνει αποχή από την ψηφοφορία, καθώς “ο πολίτης συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία και εκδηλώνει νομότυπα την εκλογική του βούληση, η οποία έχει συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο” (σελ. 20).
Από τα παραπάνω προκύπτει η νομική και πολιτική αυτοτέλεια της λευκής ψήφου. Συνεπώς, “συνιστά αναφαίρετο πολιτικό δικαίωμα” (σελ. 21).
Σημαντικό στοιχείο στην ανάλυση αυτή κατέχει φυσικά και η
ΙΙ. Η Συνταγματική Κατοχύρωση της Λευκής Ψήφου
1. Η λευκή ψήφος έχει ισχυρό συνταγματικό έρεισμα καθώς “απορρέει… από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και από τις αρχές της καθολικής και ίσης ψηφοφορίας… [και από την] ισότητα-ισοδυναμία της ψήφου, που απαγορεύει την αξιολογική διαβάθμιση την νομικής βαρύτητας της ψήφου” (σελ. 22).
“Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης προϋποθέτει για τον εκλογέα δύο επιμέρους δυνατότητες…: τη δυνατότητα να ψηφίζει ή να μην ψηφίζει, και τη δυνατότητα να να ψηφίζει ότι θέλει” (σελ. 23). Η πρώτη αυτή δυνατότητα σχετικοποιείται λόγω της καθιέρωσης της υποχρεωτικής ψηφοφορίας! “Η υποχρεωτική ψηφοφορία… αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας… Το μαρτυρούν εξάλλου και οι ιστορικές καταβολές της: η υποχρεωτική ωηφοφορία καθιερώθηκε –αρχής γενομένης από το Βέλγιο– ως αντίδοτο κατά της επέκτασης του δικαιώματος της ψήφου, καθώς απέβλεπε στην εξαναγκαστική προσέλευση στις κάλπες των συντηριτικών, ιδίως, αστών ψηφοφόρων (οι οποίοι, σε αντίθεση με τις “επικίνδυνες” λαϊκές μάζες, συχνά περιφρονούσαν τις εκλογικές διαδικασίες και απαίχαν από την ψηφοφορία” (σελ. 24-25). Η δεύτερη δυνατότητα ισχύει χωρίς κανέναν περιορισμό, και θεμελιώνει και την έκφραση της λευκής ψήφου. Μάλιστα, καθώς ισχύει η υποχρεωτική ψηφοφορία, η κατοχύρωση της λευκής ψήφου επιβάλλεται προκειμένου να διασφαλίζεται η ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης.
2. Η πραγμάτωση του δικαιώματος της λευκής ψήφου “συνεπάγεται τον συνυπολογισμό των λευκών μεταξύ των έγκυρων ψηφοδελτίων” (σελ. 27). Αυτό όμως δεν συνεπάγεται την προσμέτρησή τους στο εκλογικό μέτρο, καθώς εντοπίζεται πρακτική αδυναμία κατανομής των εδρών που θα μείνουν ενδεχομένω αδιάθετες. Με εξαίρεση την περίπτωση της απλής αναλογικής, ούτε η κλήρωση ούτε οι κενές έδρες παρέχουν εγγυήσεις αξιόπιστης αντιπροσώπευσης, καθώς η λογική της επιλογής της λευκής ψήφου είναι διαφορετική και, εξάλλου, μυστική. Αλλά, “και από την άποψη της ισότητας-ισοδυναμίας της ψήφου είναι προτιμότερο να κατανέμονται οι έδρες με βάση τις “εκφρασμένες ψήφους”” (σελ. 28).
Συνεπώς, “ούτε η εγκυρότητα των λευκών ψήφων συνεπάγεται τον συνυπολογισμό τους στο εκλογικό μέτρο, ούτε όμως ο μη συνυπολογισμός τους επηρεάζει στο παραμικρό την εγκυρότητά τους” (σελ. 29).
Επιβάλεται, λοιπόν, η χωριστή καταμέτρησή των λευκών ψήφων στις έγκυρες-εκφρασμένες ψήφους.
Μετά από αυτή την νομικοπολιτική ανάλυση της λευκής ψήφου, ο κ. Σωτηρέλης εξετάζει την ισχύουσα αντιμετώπιση της λευκής ψήφους από τους αποδέκτες αυτής της συνταγματικής επιταγής: τον Νομοθέτη, τη διοίκηση, τις εφορευτικές επιτροπές και τα Δικαστήρια.
Ειδικότερα ως προς τον Νομοθέτη, θεωρεί ότι με το ισχύον νομικό πλαίσιο [όπως ίσχυς ως το 2006, που κατέγραφε τις λευκές ψήφους χωριστά, χωρίς όμως να τις θεωρεί έγκυρες) καλλιεργεί μια ασάφεια και σύγχιση ως προς τον νομικοπολιτικό χαρακτήρα της. Ένας λόγος είναι ότι τα εξομοιώνει με τα άκυρα. Άλλος λόγος αφορά την κατανομή των εδρών. Η Διοίκηση υποχρεούται να μεριμνά για την χορήγηση των λευκών ψηφοδελτίων [να σημειωθεί ότι όταν γράφτηκε η μελέτη αυτή υπήρχαν προβλήματα σχετικά με τη μη χορήγηση των λευκών ψηφοδελτίων στους εκλογείς]. Το ίδιο ισχύει και για τις εφορευτικές επιτροπές, που μπορούν να ενεργούν αυτεπαγκέλτως γι’ αυτό το σκοπό, με οδηγό το Σύνταγμα και όχι τις διάφορες “Εγκυκλίους” (σελ. 36). Τέλος, τα Δικαστήρια αποτελούν τους θεματοφύλακες του δικαιώματος αυτού. Δυστυχώς, όμως, δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε αυτή την αποστολή με αποτέλεσμα “η νομολογία να χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη επιφυλακτικότητα –και εν τέλει αρνητική στάση– απέναντι στη λευκή ψήφο…” (σελ. 37). Αυτό εν μέρει γίνεται γιατί αντιμετωπίζουν τη δικαίωμα της ψήφου ως λειτουργικό δικαίωμα, με σκοπό τη διαφύλαξη και συνέχιση του υπάρχοντος συστήματος.
ΙΙΙ. Συμπεράσματα
Αν και η λευκή ψήφος είναι καθόλα έγκυρη και νομικά ισοδύναμη προς τις “εκφρασμένες” ψήφους, διάφορες “εννοιολογικές παρανοήσεις” την έχουν υποβαθμίσει και καταστήσει ανενεργή επιλογή.
“Ωστόσο οι καιροί ου μενετοί. Η κριτική, η διαμαρτυρία και η αμφισβήτηση δεν είναι δυνατόν ούτε να εξορκιστούν ούτε να αποκλειστούν από το πολιτικό σκηνικό. Αποτελούν θεμελιακά στοιχεία ενός πολυφωνικού δημοκρατικού πολιτεύματος και αναπόδραστη συνέπεια της ορθής λειτουργίας του. Σαν τέτοια, λοιπόν, διεκδικούν, σε κάθε λαϊκή ετυμηγορία, τη συγκεκριμένη, τυποποιημένη και έγκυρη θεσμικη τους αποτύπωση: τη λευκή ψήφο” (σελ. 44).