Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007

Δεν έχουμε έννομο συμφέρον!!!

Αγαπητοί Φίλοι,
θα ήθελα να σας ενημερώσω για την εξέλιξη της υπόθεσης της ένστασης στο Εκλογοδικείο σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έσω για την υπόθεση –και τα τελικά όσον αφορά τη συγκεκριμένη ένσταση. Όπως ενημερώθηκα πριν από λίγες ημέρες, ύστερα από αναζήτηση φίλου δικηγόρου στην υπάρχουσα νομολογία (σε παλαιότερες αποφάσεις του Εκλογοδικείου, για άλλες περιπτώσεις και όχι για το λευκό), δεν μπορούμε να κάνουμε ένσταση λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος. Ακούγεται παράλογο ο εκλογέας να μην έχει έννομο συμφέρον στην εκλογική διαδικασία, αφού σε αυτήν, σύμφωνα και με το Σύνταγμα, θεμελιώνεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, κλπ. Επειδή όμως προέχει η προάσπιση του πολιτικού συστήματος, όπως αυτό καθορίζεται από τον εκάστοτε νομοθέτη (δηλ. κυβέρνηση), οι δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη περιορίζονται και από αυτή την ίδια. Όπως μπορεί να δει κανείς στην απόφαση που παραθέτω στα στοιχεία αμέσως παρακάτω, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο και προσωπικό, και να στρέφεται κατά συγκεκριμένου βουλευτή, η εκλογή του οποίου θίγεται από το τυχόν θετικό αποτέλεσμα της ένστασης. Οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δε γίνεται δεκτή στη διαδικασία, δηλαδή απορρίπτεται λόγω διαδικαστικού κωλύματος, δηλαδή έλλειψης έννομου συμφέροντος.
Με βάση αυτή την απόφαση, για την οποία πληροφορηθήκαμε την προηγούμενη εβδομάδα, αναλωθήκαμε στη –φαιδρή, κατά τη γνώμη μου- διαδικασία της αναζήτησης περιφέρειας όπου η τυχόν προσμέτρηση του λευκού θα μετέβαλλε το συσχετισμό και θα εκλέγονταν άλλος βουλευτής από αυτόν που είχε εκλεγεί. Βέβαια, τέτοια περιφέρεια δεν βρέθηκε, καθώς ο αριθμός των λευκών δεν ήταν αρκετός. Η ενδυνάμωση του λευκού ήταν, όπως φαίνεται, και βασική προϋπόθεση για να μπορέσουμε να κινηθούμε δικαστικά: πρέπει να υπάρχει ένα ισχυρό ποσοστό λευκών, η προσμέτρηση του οποίου να μεταβάλει το συσχετισμό εκλογής βουλευτή, ώστε να υπάρχει έννομο συμφέρον και να εκδικαστεί στη συνέχεια.. Η απλή αλλαγή των ποσοστών του αποτελέσματος δε δικαιολογεί έννομο συμφέρον! Επί της διαδικασίας, δηλαδή, δεν προβλέπεται καμία διαδικασία μέσω της οποίας ο πολίτης/εκλογέας να μπορεί να προσφύγει ώστε να ζητήσει τη γνωμοδότηση του Εκλογοδικείου για τη συνταγματικότητα ενός νόμου ή επί της διαδικασίας της εκλογής, αν αυτή δε στρέφεται κατά εκλεγμένου βουλευτή.
Έτσι, ενώ το κύριο μέλημα όλων μας ως τώρα, τόσο αυτών που διαφωνούσαν με την πρότασή μου όσο και αυτών που συμφωνούσαν, ήταν επί της ουσίας, και οι όποιες διαφωνίες διατυπώθηκαν για το πραγματικό όφελος, τις πιθανότητες κλπ να πετύχει η ένσταση, η πολιτεία, μέσω των δικαστικών εκπροσώπων της, αποφαίνεται πως δεν έχουμε καν έννομο συμφέρον να ζητήσουμε κάτι τέτοιο. Αρνείται την ίδια τη συζήτηση επί του θέματος. Θεωρώ πως, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για το θέμα του λευκού, η έλλειψη θεσμικά κατοχυρωμένης διαδικασίας μέσω της οποίας ο κάθε εκλογέας να μπορεί να ζητήσει τη γνωμοδότηση του δικαστηρίου για τη διαδικασία των εκλογών ή για διατάξεις του νόμου των εκλογών, αφήνει έκθετους όλους τους πολίτες στις ορέξεις της όποιας κυβέρνησης. Και, αυτό είναι πολύ σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς πως η διενέργεια των εκλογών είναι η ύψιστη στιγμή της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό (το δικαστικό σκέλος, που διεξοδικά συζητήθηκε σε αυτό το blog, δεν θα κριθεί πουθενά). Σύμφωνα με τη νομολογία, ούτε το όριο του 3% θεωρείται αντισυνταγματικό, ούτε η έλλειψη απλής αναλογικής. Συνεπώς, τα ζητήματα αυτά επαφίονται στη βούληση των ίδιων των πολιτικών, και μόνο. Άρα, και η ‘λύση’ τους μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Και προφανώς, αυτή είναι η κουβέντα που θα πρέπει να ανοίξουμε από δω και πέρα. Δηλαδή, του πως μπορούμε να παρέμβουμε πολιτικά, πιέζοντας τους βουλευτές και τα κόμματα προς την κατεύθυνση της θεσμικής προάσπισης της δημοκρατίας, και της απλής αναλογικής.

Εντωμεταξύ, θα συνεχίσω να παραθέτω ότι νέα στοιχεία προκύψουν για το λευκό. Επίσης, θα φροντίσω να ενημερωθώ για την τύχη δύο ενδιαφερουσών ενστάσεων. Η μία κατατέθηκε από πολίτη ενάντια στην εκλογή Σημίτη και την έξτρα πριμοδότησή του ως πρώην πρωθυπουργού, η οποία δε συνάδει με την έννοια της ισότητα της ψήφου, κλπ. Η άλλη πρόκειται για ένσταση που ζητά την αναγνώριση του λευκού στο εκλογικό αποτέλεσμα στη Β' Αθηνών. Σε αυτή την ένσταση, η αναγνώριση του λευκού κατατίθεται επικουρικά: το βασικό αίτημα αφορά την αναγνώριση των άκυρων και των λευκών ως σύνολο (αν αυτό γινόταν, θα άλλαζε το συσχετισμό των εδρών πράγματι). Αν και, φυσικά διαφωνώ με τη ένσταση αυτή (κρίνω παράλογη την αναγνώριση του άκυρου ως έγγυρου), το σκεπτικό στηρίζεται στην εκ του νόμου μεταχείρηση του λευκού και του άκυρου ως ίδια. Η εν λόγω ομάδα πιθανόν να έχει έννομο συμφέρον, όπως εκτιμά ο δικηγόρος που την κατέθεσε, καθώς είχε συστήσει το κόμμα Α.Κ.Υ.Ρ.Ο. αλλα δεν τους επετράπη να συμμετάσχουν στις εκλογές της 16/9 γιατί δεν είχαν εκλογικούς συνδυασμούς σε όλη την επικράτεια.

Θα ενημερώσω για ότι νεότερο, σε σχέση με αυτές τις υποθέσεις. Παρακαλώ, οποιαδήποτε σχετική πληροφορία έχετε, παραθέστε την σε αυτό το blog προς ενημέρωση όλων.

Με εκτίμηση
Νέλλη Ψαρρού

Γνωμοδότηση του ΑΕΔ για το 3% και το έννομο συμφέρον

Παραθέτω την απόφαση του ΑΕΔ 11/2004, σχετικά με ένσταση που κατατέθηκε για το όριο του 3%. Σε αυτήν, παρεπιπτόντως, αναφέρεται και ο ορισμός του εννόμου συμφέροντος.

ΑΕΔ 11/1994, ΔιΔικ 1994, 898, ΤοΣ 1994, 862
Πρόεδρος: Βασ. Μποτόπουλος. Πρόεδρος ΣΤΕ
Εισηγήτρια: Αγγ. θεοφιλοπούλου, Σύμβουλος ΣΤΕ
Δικηγόρος: Μαρ. Μπαχάς.

Επειδή, ο ενιστάμενος, ο οποίος με την 853/1993 απόφαση του Α'Τμήματος του Αρείου Πάγου είχε ανακηρυχθει υποψήφιος βουλευτής του συνδυασμού ανεξαρτήτων "ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ" στην εκλογική περιφέρεια του Νομού Ροδόπης, όπως και ο συνυποψήφιός του Ι. Μ. με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, διότι, αν κατακυρωθεί στο συνδυασμό του μία έδρα σ'αυτή την εκλογική περιφέρεια, θα ανακηρυχθεί ο ίδιος βουλευτής και ο ως άνω συνυποψήφιός του αναπληρωματικός βουλευτής.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 στοιχ. α, β ' και ε, 25, 27 και 28 του ν. 345/1976 και 116-117 του πδ/τος 353/1993 προκύπτει ότι η δίκη που διεξάγεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και αφορά εντάσεις κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών προϋποθέτει, για την εγκυρη έναρξη και διεξαγωγή της, την ύπαρξη δύο τουλάχιστον διαδίκων που να τελούν υε σχέση αντιδικίας μεταξύ τους. Ο ένας από τους διαδίκους αυτούς είναι ο αιτών και ο άλλος είναι ένας τουλάχιστον από τους βουλευτές που ανακηρύχθηκαν ή από τους αναπληρωματικούς ή από εκείνους στην ανακήρυξη των οποίων θα επιδράσει η απόφαση που θα εκδοθεί και ο οποίος πρέπει να προσδιορίζεται ονομαστικώς από τον αιτούντα (ΑΕΔ 1/1994). Το δικόγραφο της υπό κρίση ενστάσεως στρέφεται κατά της ανακηρύξεως ως επιτυχόντος βουλευτή στην εκλογική περιφέρεια του Νομού Ροδόπης του Χ.Δ. ο οποίος κατέλαβε τη δεύτερη έδρα που κατακυρώθηκε στο "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ" όπως και κατά της ανακηρύξεως ως αναπληρωματικών βουλευτών του κόμματος αυτού του Α.Χ. και Μ.Α. Επομένως η κρινόμενη ένσταση ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της.
Επειδή, [...] «Στην κατανομή των εδρών των εκλογικών περιφερειών, καθώς και των εδρών επικρατείας συμμετέχουν οι συνδυασμοί κομμάτων, οι συνδυασμοί συνασπισμών κομμάτων, οι συνδυασμοί ανεξαρτήτων, καθώς και οι μεμονωμένοι υποψήφιοι που συγκεντρώνουν στην επικράτεια ποσοστό εγκύρων ψηφοδελτίων τουλάχιστον ίσο με το τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβαν στην επικράτεια όλοι οι εκλογικοί σχηματισμοί». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων ή ανεξάρτητος συνδυασμός ή μεμονωμένος υποψήφιος που δεν συγκέντρωσε ποσοστό ίσο με 3% του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων δεν δικαιούται βουλευτική έδρα σε καμιά εκλογική περιφέρεια από οποιαδήποτε κατανομή, επομένως ούτε από την πρώτη κατανομή, όπως ορθώς δέχθηκε και η Ανωτάτη Εφορευτική Επιτροπή. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των ενισταμένων ότι η ως άνω αποκλειστική ρήτρα του 3% δεν ισχύει κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 88, για την πρώτη κατανομή των βουλευτικών εδρών αλλά καταλαμβάνει τη δεύτερη και την τρίτη κατανομή καθώς και την εξομάλυνση.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 29 παρ. 1, 51 παρ. 3, 52 και 54 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ορισμένο εκλογικό σύστημα αλλά αναθέτει στον κοινό νομοθέτη να επιλέξει κάθε φορά το προσφορότερο και μάλλον ενδεδειγμένο από τις περιστάσεις εκλογικό σύστημα, αφού λάβει υπόψη του τις κρατούσες πολιτικές συνθήκες.
Εξάλλου από καμιά διάταξη του Συντάγματος δεν προκύπτει ότι οι βουλευτές εκλέγονται υποχρεωτικώς με βάση την εκλογική δύναμη του κόμματός τους σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια, κατά ρητή δε επιταγή του αρθρου 51 παρ. 2 του Συντάγματος οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το 'Εθνος και όχι την εκλογική περιφέρεια στην οποία εκλέγονται, Η ελευθερία βέβαια του κοινού νομοθέτη κατά τη θέσπιση του εκλογικού συστήματος τελεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της καθιερούμενης από το Σύνταγμα αρχής της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος, το μεν και κυρίως, ως ειδικότερης μορφής της γενικής αρχής της ισότητας των ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου που πηγάζει από το άρθρο 4, το δε ως αρχής συνυφασμένης με την αρχή τη καθολικότητας της ψήφου, που πηγάζει από το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος. Σύμφωνα δε με την αρχή αυτή της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος όλοι οι εκλογείς είναι ίσοι κατά την ψήφο με την έννοια: α) ότι κάθε εκλογέας έχει μία και μόνο ψήφο και δεν μπορεί με το νόμο να χορηγείται πολλαπλή ψήφος σε ορισμένες κατηγορίες εκλογέων, β) ότι κάθε εκλογέας ψηφίζει σε μία και μόνο εκλογική περιφέρεια και δεν επιτρέπεται να ψηφίζει στις ίδιες εκλογές σε περισσότερες εκλογικές περιφέρειες με διαφορετική κάθε φορά ιδιότητα και γ) ότι κάθε ψήφος έχει ίση νομική δύναμη (αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου).
Η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου σημαίνει ότι η ψήφος κάθε εκλογέα ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος και επομένως η ίδια εκλογική δύναμη δηλαδή ο αυτός αριθμός εγκύρων ψηφοδελτίων, ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος στην ίδια εκλογική περιφέρεια, με το ίδιο σύστημα κατανομής εδρών και κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Το Σύνταγμα δεν καθιερώνει το αναλογικό σύστημα ως το αποκλειστικά εφαρμοστέο εκλογικό σύστημα. Η τιθέμενη [...] αποκλειστική ρήτρα του 3% δεν αντίκειται στην αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου ή σε άλλη από τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές. Αφού το όριο αυτό τίθεται αντικειμενικά και απρόσωπα, αποβλέπει στην αποφυγή καταθρυματισμού των πολιτικών δυνάμεων και κατά την αντίληψη του νομοθέτη, όπως αυτή εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 1907/1990, συνδέεται με τη δυνατότητα σχηματισμού βιώσιμων κυβερνήσεων.
Εξάλλου το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει τα εκλογικά αποτελέσματα της πρώτης κατανομής, την οποία τυχόν προβλέπει το εκλογικό σύστημα, και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η εξάρτηση της δυνατότητας εκλογής βουλευτή από το σύνολο των ψήφων στην επικράτεια, ανεξαρτήτως της εκλογικής δύναμης του κόμματος στην ελάσσονα περιφέρεια και ανεξαρτήτως των ψήφων που έλαβε προσωπικώς ο υποψήφιος σε ορισμένη περιφέρεια, σε σχέση με τον αριθμό των ψήφων που έλαβαν άλλοι υποψήφιοι εκλεγέντες σε άλλες περιφέρειες.
Ούτε με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτικών κομμάτων και της παροχής σ' αυτά ίσων ευκαιριών, που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του δημοκρατικού πολιτεύματος συγκρούεται η θέσπιση του ως άνω ορίου για την εκπροσώπηση στη Βουλή, αφού στηρίζεται σε κριτήρια αντικειμενικά και εύλογα.
Τέλος δεν τίθεται θέμα δυσμενούς μεταχειρίσεως της αναγνωρισμένης με τη σύμβαση της Λωζάνης θρησκευτικής μουσουλμανικής, μειονότητας στο Νομό Ροδόπης, γιατί όπως έχει ήδη λεχθεί το όριο του 3% τίθεται αντικειμενικά και απρόσωπα. Επομένως, η θέσπιση με το άρθρο 3 του ν. 1907/1990 (ήδη άρθρο 88 παρ. 10 του πδ/τος 353/ 1993) του ορίου 3% των εγκύρων ψήφων ολόκληρης της επικράτειας για την απόκτηση έδρας από κόμμα, συνασπισμό κομμάτων, ανεξάρτητο συνδυασμό ή μεμονωμένο υποψήφιο δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί αντισυνταγματικότητας αυτής της διατάξεως λόγος της ενστάσεως και η ένσταση στο σύνολό της.