Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007

Γνωμοδότηση του ΑΕΔ για το 3% και το έννομο συμφέρον

Παραθέτω την απόφαση του ΑΕΔ 11/2004, σχετικά με ένσταση που κατατέθηκε για το όριο του 3%. Σε αυτήν, παρεπιπτόντως, αναφέρεται και ο ορισμός του εννόμου συμφέροντος.

ΑΕΔ 11/1994, ΔιΔικ 1994, 898, ΤοΣ 1994, 862
Πρόεδρος: Βασ. Μποτόπουλος. Πρόεδρος ΣΤΕ
Εισηγήτρια: Αγγ. θεοφιλοπούλου, Σύμβουλος ΣΤΕ
Δικηγόρος: Μαρ. Μπαχάς.

Επειδή, ο ενιστάμενος, ο οποίος με την 853/1993 απόφαση του Α'Τμήματος του Αρείου Πάγου είχε ανακηρυχθει υποψήφιος βουλευτής του συνδυασμού ανεξαρτήτων "ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ" στην εκλογική περιφέρεια του Νομού Ροδόπης, όπως και ο συνυποψήφιός του Ι. Μ. με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, διότι, αν κατακυρωθεί στο συνδυασμό του μία έδρα σ'αυτή την εκλογική περιφέρεια, θα ανακηρυχθεί ο ίδιος βουλευτής και ο ως άνω συνυποψήφιός του αναπληρωματικός βουλευτής.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 στοιχ. α, β ' και ε, 25, 27 και 28 του ν. 345/1976 και 116-117 του πδ/τος 353/1993 προκύπτει ότι η δίκη που διεξάγεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και αφορά εντάσεις κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών προϋποθέτει, για την εγκυρη έναρξη και διεξαγωγή της, την ύπαρξη δύο τουλάχιστον διαδίκων που να τελούν υε σχέση αντιδικίας μεταξύ τους. Ο ένας από τους διαδίκους αυτούς είναι ο αιτών και ο άλλος είναι ένας τουλάχιστον από τους βουλευτές που ανακηρύχθηκαν ή από τους αναπληρωματικούς ή από εκείνους στην ανακήρυξη των οποίων θα επιδράσει η απόφαση που θα εκδοθεί και ο οποίος πρέπει να προσδιορίζεται ονομαστικώς από τον αιτούντα (ΑΕΔ 1/1994). Το δικόγραφο της υπό κρίση ενστάσεως στρέφεται κατά της ανακηρύξεως ως επιτυχόντος βουλευτή στην εκλογική περιφέρεια του Νομού Ροδόπης του Χ.Δ. ο οποίος κατέλαβε τη δεύτερη έδρα που κατακυρώθηκε στο "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ" όπως και κατά της ανακηρύξεως ως αναπληρωματικών βουλευτών του κόμματος αυτού του Α.Χ. και Μ.Α. Επομένως η κρινόμενη ένσταση ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της.
Επειδή, [...] «Στην κατανομή των εδρών των εκλογικών περιφερειών, καθώς και των εδρών επικρατείας συμμετέχουν οι συνδυασμοί κομμάτων, οι συνδυασμοί συνασπισμών κομμάτων, οι συνδυασμοί ανεξαρτήτων, καθώς και οι μεμονωμένοι υποψήφιοι που συγκεντρώνουν στην επικράτεια ποσοστό εγκύρων ψηφοδελτίων τουλάχιστον ίσο με το τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβαν στην επικράτεια όλοι οι εκλογικοί σχηματισμοί». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων ή ανεξάρτητος συνδυασμός ή μεμονωμένος υποψήφιος που δεν συγκέντρωσε ποσοστό ίσο με 3% του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων δεν δικαιούται βουλευτική έδρα σε καμιά εκλογική περιφέρεια από οποιαδήποτε κατανομή, επομένως ούτε από την πρώτη κατανομή, όπως ορθώς δέχθηκε και η Ανωτάτη Εφορευτική Επιτροπή. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των ενισταμένων ότι η ως άνω αποκλειστική ρήτρα του 3% δεν ισχύει κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 88, για την πρώτη κατανομή των βουλευτικών εδρών αλλά καταλαμβάνει τη δεύτερη και την τρίτη κατανομή καθώς και την εξομάλυνση.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 29 παρ. 1, 51 παρ. 3, 52 και 54 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ορισμένο εκλογικό σύστημα αλλά αναθέτει στον κοινό νομοθέτη να επιλέξει κάθε φορά το προσφορότερο και μάλλον ενδεδειγμένο από τις περιστάσεις εκλογικό σύστημα, αφού λάβει υπόψη του τις κρατούσες πολιτικές συνθήκες.
Εξάλλου από καμιά διάταξη του Συντάγματος δεν προκύπτει ότι οι βουλευτές εκλέγονται υποχρεωτικώς με βάση την εκλογική δύναμη του κόμματός τους σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια, κατά ρητή δε επιταγή του αρθρου 51 παρ. 2 του Συντάγματος οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το 'Εθνος και όχι την εκλογική περιφέρεια στην οποία εκλέγονται, Η ελευθερία βέβαια του κοινού νομοθέτη κατά τη θέσπιση του εκλογικού συστήματος τελεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της καθιερούμενης από το Σύνταγμα αρχής της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος, το μεν και κυρίως, ως ειδικότερης μορφής της γενικής αρχής της ισότητας των ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου που πηγάζει από το άρθρο 4, το δε ως αρχής συνυφασμένης με την αρχή τη καθολικότητας της ψήφου, που πηγάζει από το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος. Σύμφωνα δε με την αρχή αυτή της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος όλοι οι εκλογείς είναι ίσοι κατά την ψήφο με την έννοια: α) ότι κάθε εκλογέας έχει μία και μόνο ψήφο και δεν μπορεί με το νόμο να χορηγείται πολλαπλή ψήφος σε ορισμένες κατηγορίες εκλογέων, β) ότι κάθε εκλογέας ψηφίζει σε μία και μόνο εκλογική περιφέρεια και δεν επιτρέπεται να ψηφίζει στις ίδιες εκλογές σε περισσότερες εκλογικές περιφέρειες με διαφορετική κάθε φορά ιδιότητα και γ) ότι κάθε ψήφος έχει ίση νομική δύναμη (αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου).
Η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου σημαίνει ότι η ψήφος κάθε εκλογέα ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος και επομένως η ίδια εκλογική δύναμη δηλαδή ο αυτός αριθμός εγκύρων ψηφοδελτίων, ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος στην ίδια εκλογική περιφέρεια, με το ίδιο σύστημα κατανομής εδρών και κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Το Σύνταγμα δεν καθιερώνει το αναλογικό σύστημα ως το αποκλειστικά εφαρμοστέο εκλογικό σύστημα. Η τιθέμενη [...] αποκλειστική ρήτρα του 3% δεν αντίκειται στην αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου ή σε άλλη από τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές. Αφού το όριο αυτό τίθεται αντικειμενικά και απρόσωπα, αποβλέπει στην αποφυγή καταθρυματισμού των πολιτικών δυνάμεων και κατά την αντίληψη του νομοθέτη, όπως αυτή εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 1907/1990, συνδέεται με τη δυνατότητα σχηματισμού βιώσιμων κυβερνήσεων.
Εξάλλου το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει τα εκλογικά αποτελέσματα της πρώτης κατανομής, την οποία τυχόν προβλέπει το εκλογικό σύστημα, και δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η εξάρτηση της δυνατότητας εκλογής βουλευτή από το σύνολο των ψήφων στην επικράτεια, ανεξαρτήτως της εκλογικής δύναμης του κόμματος στην ελάσσονα περιφέρεια και ανεξαρτήτως των ψήφων που έλαβε προσωπικώς ο υποψήφιος σε ορισμένη περιφέρεια, σε σχέση με τον αριθμό των ψήφων που έλαβαν άλλοι υποψήφιοι εκλεγέντες σε άλλες περιφέρειες.
Ούτε με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτικών κομμάτων και της παροχής σ' αυτά ίσων ευκαιριών, που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του δημοκρατικού πολιτεύματος συγκρούεται η θέσπιση του ως άνω ορίου για την εκπροσώπηση στη Βουλή, αφού στηρίζεται σε κριτήρια αντικειμενικά και εύλογα.
Τέλος δεν τίθεται θέμα δυσμενούς μεταχειρίσεως της αναγνωρισμένης με τη σύμβαση της Λωζάνης θρησκευτικής μουσουλμανικής, μειονότητας στο Νομό Ροδόπης, γιατί όπως έχει ήδη λεχθεί το όριο του 3% τίθεται αντικειμενικά και απρόσωπα. Επομένως, η θέσπιση με το άρθρο 3 του ν. 1907/1990 (ήδη άρθρο 88 παρ. 10 του πδ/τος 353/ 1993) του ορίου 3% των εγκύρων ψήφων ολόκληρης της επικράτειας για την απόκτηση έδρας από κόμμα, συνασπισμό κομμάτων, ανεξάρτητο συνδυασμό ή μεμονωμένο υποψήφιο δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί αντισυνταγματικότητας αυτής της διατάξεως λόγος της ενστάσεως και η ένσταση στο σύνολό της.